“Καταφύγιο, τόπος όπου καταφεύγει κάποιος, που πηγαίνει για να προστατευτεί από κάποιο κίνδυνο ή για να αποφύγει κάποια δυσάρεστη κατάσταση”… αυτό μας λέει το λεξικό και εμείς το ξέρουμε καλά. Όσο για τη χλωρίδα και την πανίδα όμως είναι ένα από τα τελευταία.
Το δάσος γύρω μας άγριο για πολλούς και όμως για εμένα τόσο οικείο· δεν ξέρω αν αυτό συμβαίνει γιατί εγώ έχω βυθιστεί τόσο πολύ μέσα του ή αυτό σε εμένα..
Σε δάση σαν και αυτό, το ενδιαφέρον είναι παντού. Δεν είναι ότι απλά πρέπει να περπατάς, πρέπει να ξέρεις και να βαδίζεις.
Κινηθήκαμε προς τον βορρά και τα σύνορα, όμως σύνορα δεν νιώσαμε…
Στάθηκα να ξαποστάσω, έκατσα σε ένα κούτσουρο. Ξεκίνησα να τρώω, μα το βλέμμα είχε κερδίσει μια αλλιώτικη ρίζα μέσα στη βάση του κομμένου δέντρου. Δεν είναι ρίζα, είναι μια “μηχανή του χρόνου”, ένα αντικείμενο που ήρθε να δέσει χρόνο, χώρο και ιστορία. Μια σφαίρα που έπεσε στα χρόνια του εμφυλίου, ίσως και πιο πίσω, από χέρι μαχητή. Την πήρε τότε το βλαστάρι και την ταξίδεψε, μέχρι τη στιγμή που ήρθε στο δικό μου χέρι. Έτσι ενώθηκαν οι ιστορίες μας και φτιάξαν μια νέα.
Δίπλα στη ζωή και ο θάνατος, μέρος της… μιας και στον θάνατο η συνείδηση απουσιάζει.
Το ομορφότερο μπαλκόνι, και απέναντι.. οι καλύτεροι γείτονες, η “ομάδα μαρμελάδα”, ζεσταίνουν, καρδιά και σώμα με τη θερμή φιλοξενία τους.