<<Σήμερα έλεγε για καταιγίδες, για να δούμε..μία βροχή σίγουρα θα βοηθούσε>>. Μου λέει ο Γιουσούφ καθώς αγναντεύουμε προς το δάσος.
Ήταν Κυριακή πρωί στο παρατηρητήριο της πυροσβεστικής, το οποίο βρίσκεται στον λόφο ακριβώς πάνω από το κεντρικό κτήριο του φορέα διαχείρισης του εθνικού πάρκου Δαδιάς. Είχαν περάσει 18 μέρες μετά τις πρώτες φλόγες και 10 μέρες μετά την τελευταία μεγάλη εστία φωτιάς που έκαψε περίπου 45.000 στρέμματα αυτού του μοναδικού βιότοπου..και η επιφυλακή ήταν ακόμα στα “κόκκινα”.

“Δασικές πυρκαγιές”, το άκουσμα τους και μόνο φτάνει για να προκαλέσει σε πολλούς μια κατάσταση παρατεταμένου στρες. Όταν μάλιστα η επαφή σου με τη φύση και το δάσος είναι σε μεγαλύτερο βαθμό από άλλους, τότε τα συναισθήματα σου μπαίνουν εύκολα σε ένα ψυχολογικό ρόλερ-κόστερ με κάθε νέα είδηση να σε ανεβάζει ή να σε ρίχνει με τρόμο πιο χαμηλά. Έτσι τουλάχιστον ένιωθα εγώ όλες αυτές τις φρικτές μέρες που κράτησε η πυρκαγιά. Γι’αυτό και την τέταρτη μέρα της πυρκαγιάς, μέσω των εργατικών σωματείων που έτρεξαν να συνδράμουν, βρήκα την ευκαιρία να ανέβω για να βοηθήσω όπως μπορούσα, αλλά και να δω από κοντά την κατάσταση ( Τελικά το μόνο που καταφέραμε να κάνουμε ήταν να αφήσουμε μερικά νερά για τους πυροσβέστες, καθώς το επίπεδο οργάνωσης/διαχείρισης των εθελοντών ήταν ανύπαρκτο).
Αποφάσισα να επιστρέψω στο εθνικό πάρκο για να δω τελικά ποια ήταν τα αποτελέσματα αυτής της καταστροφής, με την ελπίδα ότι τα πράγματα θα ήταν καλύτερα σε σχέση με αυτά που είδα και βίωσα την τελευταία φορά που ήμουν πάνω. Έτσι εκείνη την Κυριακή πήρα μαζί μου τη φωτογραφική μηχανή και ξεκίνησα για τον βορρά. Ένα πράγμα που παρατηρεί κανείς καθώς οδηγεί προς τα βόρεια του νομού Έβρου είναι ότι από τη μια (δεξιά σου) έχεις τον ποταμό Έβρο και από την άλλη (αριστερά σου) τα ημιορεινά δάση του εθνικού πάρκου της Δαδιάς (τουλάχιστον μέχρι το Σουφλί). Σε πολλά σημεία αυτής της διαδρομής το δάσος, λόγω και της εγκατάλειψης της κτηνοτροφίας όσο και της γεωργίας, φτάνει σχεδόν μέχρι τον δρόμο.




Στο μυαλό μου έρχονται οι εικόνες όταν ανεβαίναμε εν μέσω φωτιάς..ένα πυκνό φουγάρο καπνού, αποπνικτική ατμόσφαιρα, αστυνομία στους κόμβους και απογοήτευση στα μάτια όλων. Τώρα τα πράγματα ήταν ήρεμα, όμως τα μαυρισμένα βουνά στο βάθος αλλά και τα καμένα δέντρα δίπλα στον δρόμο ξυπνούσαν τις μνήμες.

Καθώς έμπαινα στο χωριό, άκουγα την καμπάνα που χτυπούσε ενώ οι ηλικιωμένοι κάτοικοι βολτάραν με τα καλά τους. Παρκάρω στον χώρο δίπλα στο κέντρο πληροφόρησης του πάρκου και σχεδόν αμέσως με υποδέχονται τρεις γυναίκες, υπάλληλοι του πάρκου, μία εκ των οποίων η κ.Άννα Κωνσταντινίδου υποδιευθύντρια. Στάθηκα λίγο για να τα πούμε. Παρά τα χαμόγελα το σοκ και το στρες από την καταστροφή ήταν ακόμη έκδηλο. <<Ήταν πολύ δύσκολα για μας, τα έχουμε κάνει σχεδόν όλα με τα χέρια μας!>> μου λέει κάποια στιγμή η Άννα. <<Το πονάμε το δάσος, θα μπορούσαμε όμως να κάνουμε περισσότερα >>, συνεχίζει σε μια στιγμή αυτοκριτικής. Την ρώτησα αν είναι καλά τα άγρια πτηνά του δάσους, αν οι φωλιές των μαυρόγυπων επηρεάστηκαν. <<Φαίνεται ότι γλίτωσαν και επέστρεψαν. Από εβδομάδα που θα μας επιτραπεί η είσοδος θα έχουμε καλύτερη εικόνα>>. Μου απαντά. Κάποια στιγμή παίρνουν κλήση για κάποιο νεογνό πελαργών που έπεσε από τη φωλιά. Οι πρώτες πτήσεις της ζωής τους μπορεί να γίνουν επικίνδυνες. Νομίζω ότι είχε έρθει η ώρα να τις αφήσω να κάνουν τη δουλειά τους.


Παρόλο που η φωτιά είχε σβήσει, μικροεστίες έκαιγαν παντού και ο φόβος μιας αναζωπύρωσης ήταν ακόμα υπαρκτός. Αυτός ο φόβος μαζί με τα ανεβασμένα μποφόρ ήταν και ο λόγος για τον οποίο δεν με άφησαν να μπω και βαθύτερα στο εσωτερικό του πάρκου. Είχαν όμως την καλοσύνη να με αφήσουν να ανέβω μέχρι το παρατηρητήριο των πυροσβεστών λίγο πιο πάνω.

Αφήνοντας το κέντρο και τη θερμή φιλοξενία, χαιρετώ και ξεκινάω για τον χωματόδρομο προς την αντιπυρική ζώνη. Στην πορεία βρίσκω την ευκαιρία και χώνομαι με προσοχή σε διάφορα σημεία δίπλα από τον δρόμο για μερικές φωτογραφίες. Ήταν μια προσπάθεια να καταλάβω καλύτερα τι σημαίνει φωτιά στο δάσος και η αλήθεια είναι ότι όσο περισσότερο προχωρούσα τόσα περισσότερα έβλεπα και όσα περισσότερα έβλεπα τόσα περισσότερα ερωτήματα γεννιόντουσαν. Ευτυχώς για μένα τα περισσότερα ερωτήματα θα έβρισκαν απάντηση στα λόγια του Γιουσούφ…
Πλησιάζοντας στο παρατηρητήριο, θυμόμουν τις απόκοσμες εικόνες που ακόμα έντονες έρχονταν στο μυαλό μου, τότε που όλο το μέρος ήταν πνιγμένο στους καπνούς.

Καθώς ανεβαίνω διακρίνω μία σιλουέτα στην άκρη του μικρού κτιρίου να κοίτα προς το μέρος μου. <<Καλημέρα, πως πάει;>> <<Καλημέρα, όλα καλά>>. Μου απαντά. Ήταν ο Γιουσούφ και πίσω στην άλλη πλευρά ο Κυριάκος, που όπως θα μάθαινα αργότερα είχαν μαζί τη διπλή βάρδια για σήμερα. Βολικό, γιατί έτσι θα είχα την ευκαιρία να πούμε δυο κουβέντες χωρίς να τους ενοχλώ από το σημαντικό τους έργο. Με ευχάριστη διάθεση και όρεξη για κουβέντα ο Γιουσούφ (ένας πυροσβέστης με πολλά χρόνια εμπειρίας) μου έκανε τη χάρη να μου λύσει μερικές απορίες. . <<Σε πολλά σημεία είδα ότι ενώ έχει καεί η χαμηλή βλάστηση και τα χόρτα, τα δέντρα ήταν σχεδόν άθικτα, γιατί αυτό;>>. << Αυτή η φωτιά λέγεται έρπουσα, καίει χαμηλή βλάστηση και ξερά χόρτα. Όμως όταν οι συνθήκες το ευνοούν, όπως ο αέρας, τότε η φωτιά “σηκώνεται” και καίει τα πάντα>>.


Εντυπωσιασμένος συνεχίζω. << Οι τρύπες που είδα σε πολλά σημεία τι είναι; Φάνηκαν σαν τρύπες ζώων>>. Τον ρωτώ καθώς αγναντεύουμε το καταπράσινο ακόμα βόρειο τμήμα του πάρκου.

<<Αυτός είναι ο σημαντικότερος λόγος που είμαστε ακόμα σε τόσο μεγάλη επιφυλακή. Αυτές οι τρύπες είναι ό,τι έμεινε από τα κούτσουρα που κάηκαν, αλλά και οι ρίζες πολλών δέντρων που καίνε ακόμα μέσα στη γη. Όταν λοιπόν φυσάει ο αέρας φουντώνει τις φωτιές μέσα τους και σπίθες βγαίνουν έξω, με μεγάλο κίνδυνο να έχουμε αναζωπυρώσεις. Και έχουμε ακόμα πολλές>>.



Για τον περισσότερο κόσμο η δασική πυρκαγιά είναι κάτι που ανάβει και μετά αφού ρίξουν κάποιοι πυροσβέστες νερό σβήνει. Όμως όσο μιλούσα με το Γιουσούφ, αλλά και όσο θυμόμουν τα λόγια της Άννας για την πρόληψη, καταλάβαινα ότι τα πράγματα είναι πολύπλοκα, και αυτό δεν είναι πάντα κακό. Ο Γιουσούφ μου μίλησε και για την τεράστια υποστελέχωση που έχει ο κλάδος τους σήμερα (όπως οι περισσότεροι κλάδοι στην Ελλάδα) και πως αν είχαν τα άτομα που είχαν άλλες χρονιές, τότε τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά. Τα είπαμε για λίγη ώρα ακόμα και με την άφιξη της περιπολίας τούς άφησα να κάνουν τη δουλειά τους.

Μετά από λίγο βρίσκομαι πάνω στην αντιπυρική ζώνη και κοιτώ νότια του πάρκου. Από δεξιά τα καμένα δέντρα και από αριστερά τα πράσινα ακόμα πεύκα που γλίτωσαν χάρη στη ζώνη και την προσπάθεια των πυροσβεστών. Τόσο ξεκάθαρα στέκονταν μπροστά μου οι απαντήσεις που όλοι λίγο πολύ ξέρουμε, αλλά δεν λέμε φωναχτά. Η προστασία της φύσης είναι επιτακτική ανάγκη γιατί έτσι θα προστατεύσουμε και τους ανθρώπους. Πρόληψη, επαρκής στελέχωση, μέσα πυρόσβεσης και η εκάστοτε πολιτική βούληση βοηθάνε, αλλά τα πράγματα έχουν ξεφύγει κατά πολύ για να λέμε ότι έτσι μπορεί να γίνει κάτι ουσιαστικό. Είναι προφανές ότι το οικονομικό μοντέλο του πλανήτη μας είναι από μόνο του ασύμβατο με την προστασία της φύσης αλλά και του ανθρώπου. Γιατί όταν το κέρδος ορίζει τη φύση και τις ζωές μας, τα περιθώρια είναι στενά εως ανύπαρκτα…