Είχε έρθει επιτέλους η στιγμή…!!Η στιγμή να κάνουμε το επόμενο βήμα, ή μάλλον πολλά περισσότερα, και να βρεθούμε μόνοι στην καρδιά ενός δάσους, χωρίς όχημα, χωρίς σήμα, χιλιόμετρα μακριά από καθετί “πολιτισμένο “.
Από καιρό η πεζοπορική μας ομάδα έκανε σχέδια για την “αναβάθμιση” της εμπειρίας αλλά και της επαφής μας με το βουνό και το δάσος. Γι’αυτό και όταν τελικά ήρθε η ώρα δε δίστασα. Μια περιπέτεια σκέφτηκα, μια περιπέτεια στα σπλάχνα του μεγαλύτερου δάσους της Ελλάδας, το δάσος της Ελατιάς ή αλλιώς Καρά Ντερέ.
Πλούσιο σε ιστορία που ξεκινά από τα αρχαία φύλα των Διών μέχρι τα τσελιγκάτα των Σαρακατσαναίων, αλλά και με βιοποικιλότητα που θα ζήλευαν πολλά δάση στην Ευρώπη, τράβηξε όλη μου την προσοχή.
Όπως κάθε φόρα κάθισα με τον καλό φίλο και συνοδοιπόρο Γιάννη για να οργανώσουμε την επίσκεψη μας στο βουνό. Μόνο που αυτή τη φορά η αποστολή μας είχε και κάποιες βασικές διαφορές που έπρεπε να ληφθούν σοβαρά υπόψη: Πρώτον το όχημα θα έμενε στη βάση της πρώτης κατασκήνωσης, πράγμα που σήμαινε ότι θα έπρεπε να οργανώσουμε και να μεταφέρουμε εξοπλισμό και τρόφιμα 15 κιλών (ανά άτομο) στην κατασκήνωση 2. Και δεύτερον να είμαστε κυρίως ψυχολογικά αλλά και τεχνικά έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε με το σεβασμό που πρέπει ένα βουνό και δάσος με έντονα καιρικά φαινόμενα, πλούσια χλωρίδα αλλά και πανίδα, που μεταξύ άλλων περιελάμβανε και πολλές θεάσεις αρκούδας .
Η κυκλική διαδρομή, περιμετρικά της κορυφής Τσάκαλος.
Φτάσαμε αργά το απόγευμα στο δασικό χωριό και με το τελευταίο φως στήσαμε σκηνές. Ρίξαμε μια γρήγορη ματιά στη διαδρομή και φάγαμε ένα γερό βραδινό. Με μια μεγάλη μέρα πίσω μας αλλά και με μια μεγαλύτερη να ακολουθεί, δεν αργήσαμε να πιάσουμε “θέση” για ύπνο.
Νωρίς το επόμενο πρωί..ξημερώματα..και βρίσκω τον εαυτό μου μόνο σε ένα λιβάδι να κοιτά με στωικότητα μια ομάδα άγριων αλόγων. Αφήνομαι στην απλότητα της φύσης γύρω μου και με κυριαρχεί ένα αίσθημα γαλήνης, ίσως επειδή λείπει τόσο πολύ από τη ζωή μας.
Γυρίζω το βλέμμα στον ήλιο..είχε έρθει η ώρα να επιστρέψω στο camp. Αφού μαζεύουμε και φορτώνουμε εξοπλισμό, ξεκινάμε για πορεία 19 χιλιομέτρων προς Βαθύρεμα και την κατασκήνωση 2.
Η διαδρομή στο δάσος, βγαλμένη σαν μέσα από τις ταινίες που βλέπαμε μικροί, με νεράιδες, ξωτικά και νάνους κρυμμένους πίσω από φτέρες και δέντρα ελάτης, ενώ μαζί τους τα μικρά και τα μεγάλα ρυάκια, οι ρεματιές και τα λιβάδια συνέθεταν το κατάλληλο σκηνικό.
Και κάπου εκεί στη μέση της διαδρομής μια γερή υπενθύμιση της άγριας πραγματικότητας γύρω μας..βαθιές τομές στον φλοιό ενός δέντρου δείχνουν καθαρά την ωμή δύναμη της αρκούδας και της κυριαρχίας της στην περιοχή.
Προχωράμε, με θαυμασμό αλλά και σεβασμό, συνεχίζουμε μέχρι που τελικά φτάνουμε στον προορισμό μας.
Μόλις που προλαβαίνουμε να στήσουμε τη σκηνή και ξεκινά το μπουρίνι που ακούγαμε να έρχεται εδώ και ώρα. Αφήνουμε τη βροχή αλλά και το ψιλό χαλάζι να μας χαρίσει μια υπέροχη μεσημεριανή σιέστα. Ο καιρός τελικά καταλαγιάζει και εμείς αφηνόμαστε στο τοπίο που απλόχερα μας προσφέρει μοναδικές στιγμές.
Στο βουνό βραδιάζει νωρίς. . Δεν ήταν μια εύκολη μέρα άλλα η νύχτα εξελίσσεται ήσυχα και χαλαρωτικά..μια ζεστή σούπα και η καλή παρέα ανεπτερώνουν σώμα και πνεύμα.
Το επόμενο πρωί νιώθω ξεκούραστος, πάρα την επίπονη χθεσινή πορεία. Ο καλός ύπνος και ο ήπιος καιρός έχουν βοηθήσει αρκετά. Ωστόσο μια πορεία ενός χιλιομέτρου σε ένα πυκνό δάσος, που μόλις είχε αρχίσει να ξυπνά, περίμενε για να μας οδηγήσει στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα.
Περαστικός, αδιάκριτος παρατηρητής στις μυστικές γωνιές του, κλέβω στιγμές από τη ζωή που παλεύει, αγωνιά και γιγαντώνεται μέσα του.
Φωλιά του κόκκινου ευρωπαϊκού μυρμηγκιού
Και εκεί στα όρια του κόσμου που εμείς είχαμε χαράξει ξεκινά και η πεζοπορία εκτός μονοπατιού. Ανάμεσα στα 1600 με 1800 μέτρα υψόμετρο διανύουμε μια πορεία μοναδικής ομορφιάς επάνω στη συνοριογραμμή. Μια αίσθηση ελευθερίας που ξεπερνά τα τεχνικά όρια που επιβάλλει ο άνθρωπος στο περιβάλλον του γεμίζει τις καρδιές μας.
Στέκομαι λίγο με το ένα πόδι στην Ελλάδα και το άλλο Βουλγαρία, παίρνω μια βαθιά ανάσα και συνεχίζω..
Σε λίγο θα βρισκόμασταν ξανά στους δασικούς δρόμους αλλά και στην τελική ευθεία για την κατασκήνωση 1 και την επιστροφή.
Κάπου εκεί συναντάμε και το άλλο μισό μιας φωτογραφικής παρέας που μια βραδιά νωρίτερα είχαμε γνωρίσει στο δασικό χωριό. Μας “συστήνουν” στην ενασχόληση τους, τη φωτογράφιση πτηνών, και δεν εκπλήσσομαι μαθαίνοντας για το ενδιαφέρον που έχει στην περιοχή. Συνειδητοποιώ ότι εδώ στα ορεινά θα υπάρχει πάντα μια παρέα ανθρώπων που θα κάτσει για να μοιραστεί μαζί σου το πάθος για τη φύση με τις πιο όμορφες ιστορίες.
Αφήνοντας αυτόν τον μαγικό τόπο νιώθω νικητής, όχι απέναντι στο βουνό και το δάσος, αλλά απέναντι στην καθημερινότητα και απέναντι στην ευκολία της ρουτίνας που συνεχώς προσπαθεί να σε πείσει ότι δεν θα τα καταφέρεις εκεί έξω, οτι έχεις χάσει τα ένστικτα σου και οτι έχεις “εξημερωθεί”.
Φεύγω πλήρης από βουνό και δάσος, αλλά και ήσυχος ξέροντας ότι θα είναι πάντα εκεί οδηγός στο βλέμμα μου.
Η διαδρομή αυτή στηρίχθηκε από αυτή του Αντώνη Συναπίδη και της παρέας του.