Featured

Ζωές στη σκιά των δέντρων


Στο μικρό καφενείο-παντοπωλείο του χωριού επικρατεί μια μικρή αναστάτωση.. κόσμος μπαίνει με μικρά χαρτάκια στα χέρια και λίγο αργότερα βγαίνει με κούτες και σακούλες. Κάποιοι κάθονται και περιμένουν πίνοντας αναψυκτικό ή καφέ. Είναι Παρασκευή και σήμερα είναι ημέρα αργίας, μία ευκαιρία να χαλαρώσουν και να προμηθευτούν τα απαραίτητα της εβδομάδας. Εγώ, διακριτικά, κάθομαι σε μια γωνιά και περιμένω. Οι περισσότεροι με χαιρετούν και κάποιοι κάθονται δίπλα μου να με γνωρίσουν. Όλοι θέλουν να μάθουν τι θέλει και τι “καπνό φουμάρει” αυτός ο φωτογράφος που γράφει ιστορίες…
Κάποια στιγμή κάθεται και ένας ηλικιωμένος κύριος, ευτραφής με μουστάκι και γαλάζια μάτια. Πίνοντας τον καφέ του αργά, δείχνει να απολαμβάνει τη συζήτηση μας. Αφού δίνει μια  δυο φορές αναβολή στην παραλαβή της παραγγελίας του, μοιράζεται μαζί μου ιστορίες για βουνά, υλοτομία και το χωριό.
« Θα ανέβεις επάνω στο βουνό μαζί τους αύριο; » Με ρωτά.
« Αυτό προσπαθώ να κανονίσω με τα παιδιά», του απαντώ.
« Εγώ έχω πάρει σύνταξη…από το ’73 δούλευα στα ξύλα…σαράντα χρόνια».

 « Έτοιμος! » Ακούγεται απ’το βάθος για άλλη μια φορά.

Ήταν εννέα η ώρα το πρωί κι εγώ ήμουν επιτέλους στον προορισμό μου, χωμένος κάπου στα ορεινά χωριά της Ξάνθης. Μπροστά μου, ανάμεσα στα βουνά βρισκόταν το Ρεύμα “το χωριό των ξυλοκόπων”, με τις λιγοστές καμινάδες του να καπνίζουν και χωρίς κάποια άλλα σημάδια ζωής φαινόταν σχεδόν έρημο. Βέβαια ήταν και Παρασκευή, αργία για τις κάτι λιγότερο από 45 οικογένειες μουσουλμάνων του χωριού.
Κατεβαίνω με το αυτοκίνητο χαμηλά προς το ρέμα και αφού διασχίσω τη μια από τις δύο τσιμεντένιες γέφυρες του, συναντώ έναν κάτοικο.
« Καλημέρα, μπορείς να μου πεις πού μπορώ να βρω το σπίτι του Χασάν; » Του λέω, για να πάρω αμέσως την απάντηση.
« Του Μουστάκα εννοείς, θα το βρεις στο τέλος του χωριού. Εκεί που σταματά η άσφαλτος».
Είχα δει το μεγάλο, ιδιαίτερο μουστάκι του Χασάν λίγους μήνες νωρίτερα όταν τον γνώρισα, χωρίς να ξέρω τότε ότι ήταν και το όνομα του…

Λίγο μετά έχω παρκάρει “εκεί που σταματά η άσφαλτος” και με μια σακούλα γλυκά στο χέρι -ήταν σωστό σκέφτηκα να φέρω κάτι- κοιτώ μια ανηφόρα, Καθώς προχωρώ νιώθω βλέμματα διερευνητικά πίσω από αυλές και γωνίες…συνεχίζω μέχρι που ένα σκυλί μου κόβει τη φορά.
Μπροστά μου τώρα εμφανίζεται ένας άνδρας, ψηλός, γύρω στα σαράντα, με βλέπει που ανηφορίζω προς το μέρος του και καθησυχάζει το σκυλί που ήδη είχε αρχίσει να υποχωρεί γαβγίζοντας.
Ο Αϊχάν, όπως θα μάθαινα λίγα λεπτά αργότερα, ήταν ο ιμάμης του χωριού, αδελφός του Χασάν (Μουστάκα) και θείος του Χουσεΐν. Τα δύο πρόσωπα για τα οποία είχα έρθει αρχικά στο χωριό. Με προσκαλεί για πρωινό καφεδάκι στον προαύλιο χώρο του σπιτιού του κι εγώ του προσφέρω το ένα κουτί με τα γλυκά. Το σπίτι του στους πρόποδες του βουνού είχε θέα όλο το χωριό. Όπως και το σπίτι του αδελφού του δίπλα, αλλά και του ανιψιού του παραδίπλα που ακόμα χτιζόταν (ίσως το μοναδικό σε όλο το σύμπλεγμα αυτό των ορεινών χωριών).
« Παιδιά έχεις; » Μου λέει κάποια στιγμή.
« Δύο » του απαντώ.. « ένα κορίτσι και ένα αγόρι, εφτά και τεσσάρων ».
« Εσύ; »
« Δύο αγόρια, ο ένας είναι τώρα φαντάρος και ο άλλος στην ιερατική σχολή ». Μου λέει όλο περηφάνια.
« Στα χνάρια του πατέρα;! » του λέω, χαμογελά.
Περιμένοντας τον αδελφό του, ο Αϊχάν θα μου κρατούσε αρκετή ώρα συντροφιά.  Αφού με προσκαλεί στη μεσημεριανή προσευχή, με “στέλνει” να δω το πέτρινο γεφύρι ( Καρά Χασάν) λίγο έξω από το χωριό. Σε μία απόσταση δέκα λεπτών με αυτοκίνητο και επάνω σε κακοτράχαλο χωματόδρομο, φτάνω στην άκρη ενός υποτυπώδους  μονοπατιού. Μια βόλτα στην περιοχή και γρήγορα καταλάβαινες ότι στο χωριό, όπως και στα περισσότερα της Ελλάδας, οι μέρες δόξας έχουν περάσει προ πολλού. Πεζούλες που τις έχει “πάρει” πίσω το δάσος, εγκαταλελειμμένα σπίτια πνιγμένα στη βλάστηση και στην υγρασία, ενώ τα οπωροφόρα ολόγυρα σαπίζουν τους πεσμένους καρπούς τους στο “ήσυχο”, πλέον, χώμα.

Στέκομαι έξω από το Τζαμί μόνος με τις σκέψεις μου και την κάμερα στα χέρια περιμένοντας να φανεί ο κόσμος. Είναι αρχές Οκτώβρη και η θερμοκρασία είναι αφύσικα υψηλή, έτσι προσπαθώ να μείνω δροσερός στη σκιά. Καθώς ο κόσμος αρχίζει να μαζεύεται σιγά σιγά, βρίσκω την ευκαιρία και γνωρίζω κάποιους. Όμως ακόμα δεν έχω δει τον Μουστάκα ή τον γιό του, Χουσεΐν. Έτσι, και ενώ όλοι τους είναι ευγενικοί και συζητήσιμοι, εγώ δεν έχω καμία εικόνα για το τι θα κάνω τις επόμενες μέρες με τους ξυλοκόπους στο δάσος.

Καθώς η φωνή του μουεζίνη, μέσα από τα ηχεία, ακόμη αντιλαλεί στα βουνά, ο Αϊχάν βγαίνει και μου λέει ότι ο αδελφός του θα είναι σε λίγο στο καφενείο. Επιτέλους, σκέφτομαι, τώρα θα βγάλω κάποια άκρη, και αφού χαιρετώ ξεκινώ.

Ενώ κατηφορίζω μες στο χωριό ανάμεσα στα δαιδαλώδη σοκάκια, αισθήματα και σκέψεις βγαίνουν στην επιφάνεια, όλα πρωτόγνωρα. Όπως και ένα είδος απροσδιόριστης, πηγαίας χαράς. Ήμουν “μυούμενος” σε ένα νέο κόσμο και ήταν συναρπαστικό. Ένας πιτσιρίκος με το ποδήλατο του εμφανίζεται μπροστά μου, τον ρωτώ που είναι το καφενείο και αυτός σηκώνοντας το χέρι του μου δείχνει την επόμενη γωνία. Συνεχίζω…

Στην πόρτα μπροστά βλέπω τον Μουστάκα. Με χαιρετά θερμά και με προσκαλεί μέσα. Πίνοντας καφέ ανάμεσα σε κούτες, ανάποδες καρέκλες και πολυάριθμες φωτογραφίες από τα κυνηγετικά κατορθώματα των θαμώνων, προλαβαίνουμε να πούμε δυο κουβέντες πριν να πλακώσει κόσμος. Ο γιός του, μου λέει, θα ερχόταν αργότερα μιας και είχε κατέβει στην Ξάνθη για τις προμήθειες του παντοπωλείου. Ήταν αυτές οι μέρες αργίας που οι περισσότεροι ξυλοκόποι είχαν την ευκαιρία να δούνε την οικογένεια και να προμηθευτούν τα απαραίτητα για άλλη μία εβδομάδα στο δάσος. Θα καθόμουν λίγη ώρα στο χώρο βγάζοντας φωτογραφίες και κάνοντας μερικές όμορφες συζητήσεις, πριν τελικά φύγω για να βρω ένα μέρος να στήσω τη σκηνή μου.

Αργότερα το ίδιο απόγευμα, αποφάσισα ότι ήταν ώρα να αφήσω την ωραία θέα από την κατασκήνωση μου (ένα ακανόνιστο κομμάτι γης στους πρόποδες του βουνού που θα γινόταν η πρώτη παιδική χαρά του χωριού..) και να κατέβω προς το χωριό. Φθάνω ξανά στο μέρος όπου τελειώνει η άσφαλτος και κοιτώ ψηλά προς το σπίτι του Χουσεΐν. Ήταν εκεί και φόρτωνε το αγροτικό με πράγματα για το παντοπωλείο. Ήμουν χαρούμενος όσο και ανακουφισμένος που τον έβλεπα, τόσο γιατί κοιτούσα ένα παιδί γεμάτο ενέργεια, πράγμα που εκτιμούσα πολύ, όσο και για τη συνέχεια της ιστορίας μου, της οποίας αποτελούσε βασικό κομμάτι. Αφού χαιρετηθήκαμε κάπως βιαστικά, ανέβηκα στο αγροτικό. Πρώτα περάσαμε από την αποθήκη/εργαστήρι και μετά ξεφορτώσαμε τα πράγματα στο παντοπωλείο. Εκεί μου έκανε καφέ και έκατσε λίγο μαζί μου. Δεν προλάβαμε να πούμε πολλά, μιας και απόψε ήταν κάποιου είδους θρησκευτική γιορτή και η κινητικότητα στο καφενείο ήταν αρκετή. Πράγμα που τελικά αποδείχθηκε βολικό, αφού έτσι μπόρεσα να δω και να μιλήσω με περισσότερο κόσμο.

Κάποια στιγμή, ανάμεσα στον κόσμο που έμπαινε και έβγαινε στο μαγαζί βλέπω και τον Μουστάκα που έρχεται προς το μέρος μου παρέα με ένα ψηλό, χαμογελαστό και γεροδεμένο γαλανομάτη. « Αυτός είναι ο ξάδελφος μου, ο Ραμαντάν που σου έλεγα », μου λέει και μας συστήνει.
Η γνωριμία μας θα ήταν καθοριστική, όχι μόνο γιατί θα ήταν η πρώτη μου επαφή με τους ξυλοκόπους όταν θα έμπαινα στο δάσος, αλλά και γιατί μέσω αυτής θα γνώριζα και την οικονομία του επαγγέλματος…με τη βοήθεια βέβαια και του Ισμέτ, προέδρου του συλλόγου των ξυλοκόπων, με τον οποίο δούλευαν μαζί εκείνη την περίοδο.
« Αυτές τις μέρες θα μας βρεις κοντά στο δασικό χωριό, στον δρόμο προς το γιοφύρι του Λεωνίδα », μου λέει ο Ραμαντάν.
« Ξέρω που είναι », απαντώ.
« Θα τα πούμε στο δάσος αύριο το πρωί τότε;! » συνεχίζει ο Ραμαντάν.
« Μην ανησυχείς, θα τα πούμε εκεί », του λέω και χαιρετώ. Και πράγματι θα τον συναντούσα εκεί την επόμενη μέρα, μαζί με τον Αϊχάν και τον πρόεδρο.

Φθάνοντας πρωί, τους πετυχαίνω στο πρώτο διάλειμμα. Οι εργασίες εδώ γίνονταν με το Ούνιμακ, ένα υπερυψωμένο τετρακίνητο με μεγάλες ρόδες και δυνατό βίντζι! Δουλειά του αλλά και δουλειά τους ήταν να τραβούν και να μεταφέρουν τεράστιους κορμούς μέσα από το δάσος στον δασικό δρόμο, δουλειά επικίνδυνη όσο και απαιτητική. Ο Ισμέτ έκοβε το δέντρο και το καθάριζε από τα κλαδιά του και μετά ο Ραμαντάν με έναν ακόμη το σκάλωνε στο συρματόσχοινο και το έβγαζε από το δάσος. Νόμιζα ότι θα μου ήταν δύσκολο να βλέπω δέντρα από το αγαπημένο μου δάσος να κόβονται ( και ίσως ήταν για λίγο), αλλά ο σεβασμός και η φυσικότητα με την οποία κινούνταν όλοι τους, έκανε την όλη διαδικασία εύκολη.

« Είναι μία δύσκολη δουλειά..», μου λέει ο Ραμαντάν λίγο πριν ξεκινήσουν για το ανέβασμα στον δρόμο. « ..από τα καπνά όμως και τα ζώα, με τα οποία ζούσε κάποτε όλο το χωριό, τα ξύλα είναι ό,τι μας έχει απομείνει. Τα τελευταία χρόνια το χωριό ζει αποκλειστικά από αυτό ». Με αυτές τις κουβέντες στο μυαλό μου φωτογραφίζω και τους περιμένω να επιστρέψουν.
Κάπου εκεί γνωρίζω καλύτερα και τον Ισμέτ, έναν περήφανο άνθρωπο με πραγματική αγάπη για τη δουλειά του. Μου εξηγεί πώς λειτουργεί η όλη διαδικασία. Πώς το δασαρχείο ορίζει τις περιοχές εργασίας στο δάσος, πώς έρχεται και σημαδεύει τα δέντρα που θα κοπούν, πώς μοιράζει τις περιοχές ο σύλλογος στα συνεργεία, ποια ξύλα είναι για ποια χρήση και πώς κοστολογούνται. Δεν μένουμε όμως μόνο σ’ αυτά, μου μιλά για τους δυο γιούς του, άλλο ένα πράγμα για το οποίο ήταν περήφανος, τον Κενάν και τον Σερκάν. Ο ένας απόφοιτος φιλόλογος από τη φιλοσοφική Αθηνών και ο άλλος λάτρης της ζωής στο βουνό, ζωής που από μικρός βιαζόταν να κάνει, παρέα με τα αγαπημένα του άλογα. Θα τους γνώριζα λίγο αργότερα, παρόλο που δεν το είχα κανονίσει, και νομίζω ότι ήμουν πολύ τυχερός.

Κατεβαίνω, λοιπόν, στον κάτω δρόμο και τους συναντώ… έκαναν τσιγάρο, μέχρι τα ζώα να πάρουν μία ανάσα. Συστηνόμαστε αλλά νομίζω τυπικά, μιας και τα νέα στο δάσος, τελικά, κυκλοφορούν γρήγορα.      «Εσύ είσαι ο φωτογράφος που ήσουν εχθές στο χωριό;» μου λέει ο Κενάν, χαμογελώ συγκαταβατικά. Τα λέμε και μοιράζεται μαζί μου τις εμπειρίες και τις σκέψεις του, τη ζωή του στην Αθήνα με τις σπουδές και τις προσπάθειες να εργαστεί ως φιλόλογος. Το δάσος μπορεί να προσφέρει δουλειά, σκέφτομαι, αλλά είναι δύσκολο να αφήνεις αυτό που αγαπάς και έχεις σπουδάσει. Σε λίγο ο πάντα ανυπόμονος για δουλειά αδελφός του μας “τραβά” στα ζώα και το δάσος. Εκεί με θαυμασμό κοιτώ τις όλο μαεστρία κινήσεις φορτώματος των ζώων με ξύλα. Τις “πατερίτσες” και τα απλά αλλά αποτελεσματικά δεσίματα με τα σχοινιά, τον τρόπο που σηκώνουν το ξύλο για φόρτωση αλλά και τα άλογα, που ένα ένα παίρνουν το μονοπάτι της επιστροφής προς το δασικό δρόμο και το μέρος που τελικά θα απαλλαχθούν από το βάρος τους. Αργότερα μας προφταίνει και ο μπαμπάς τους για να βοηθήσει στο μάζεμα και τις τελευταίες εργασίες πριν αφήσουν τα ζώα για το βράδυ.

Έτσι κι εγώ, αφού τους ευχαριστήσω, χαιρετώ και παίρνω τον δρόμο για την αποψινή κατασκήνωση κοντά στην καλύβα του Γκιουνέρ και των άλλων. Τον Γκιουνέρ, όπως και τους περισσότερους, τον γνώρισα στο καφενείο το προηγούμενο βράδυ (Παρασκευή), όταν όλοι είχαν φύγει προς το τζαμί. Τότε είχα βρει την ευκαιρία να ησυχάσω για λίγο απολαμβάνοντας την ατμόσφαιρα του χωριού. Από μακριά ακουγόταν η προσευχή των παιδιών. Κάθισα έξω σε ένα πεζούλι για να ακούω καλύτερα, ενώ παραδίπλα κάτω από τον φωτισμό καθόταν μια νεαρή μητέρα που έπαιζε με το παιδί της . Ήταν όμορφες, πρωτόγνωρες στιγμές κι όμως λίγα χιλιόμετρα μακριά από τα συνηθισμένα. Αφού τελείωσε η προσευχή, ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται πάλι πίσω στον καφενέ. Ήταν η τελευταία μου ευκαιρία να λύσω κι αυτό το κομμάτι του παζλ, δηλαδή ποια από τις πολλές διάσπαρτες, αυτοσχέδιες καλύβες στο βουνό θα επισκεφτώ. (Το πρόβλημα ήταν ότι αυτό το Σάββατο βράδυ οι περισσότεροι θα ήταν στον γάμο ενός συναδέλφου και φίλου, επομένως δεν θα διανυκτέρευαν στο δάσος). Ευτυχώς για εμένα όμως, εκεί ήρθε η γνωριμία μου με τον Γκιουνέρ. Ήταν απ’ τους λίγους που δεν θα κατάφερναν να παρευρεθούν. Έτσι μετά από τη σύντομη επικοινωνία μας, συμφώνησε να τους επισκεφτώ.

Αφού στήνω τη σκηνή ανηφορίζω. Όταν φτάνω είναι πλέον σκοτεινά. Με το λιγοστό φως που βγαίνει από την καλύβα, παρατηρώ τις κινήσεις τους. Το πλύσιμο δίπλα στην πηγή, το άναμμα της σόμπας, τα “βαριά” χέρια που εκτελούν νωχελικά τις τελευταίες εντολές… “η χορογραφία της καθημερινότητας”, σκέφτομαι.
« Να κεράσουμε καφέ; » Μου λέει ο Γκιουνέρ.

« Θα έπινα έναν, ευχαριστώ ».
Στο γκρουπ του συνεργείου ήταν ο Ραμαδάν, ο Χουσεΐν και ο Γκιουνέρ, όλοι τους με πολλά χρόνια στη Γερμανία ως εργάτες μετανάστες (στις καλές εποχές). Κι όμως παρότι εδώ στην Ελλάδα, στο χωριό και το δάσος η ζωή ήταν και είναι δύσκολη και σκληρή, αυτοί είχαν γυρίσει  αποφασισμένοι να είναι δίπλα στην οικογένεια τους. Μια απόφαση που μετρούσε χρόνια, μία απόφαση που δεν είχαν μετανιώσει. Ήταν το τέλος μιας κουραστικής ημέρας, το έβλεπες στα μάτια τους. Σε κάτι τέτοιες στιγμές τα πράγματα ζυγίζονται διαφορετικά και αυτό έκανε τη συζήτηση μας σύντομη αλλά βαθιά.

« Τα παιδιά μου » μου λέει ο Χουσεΐν,  «επειδή έκλεισε το σχολείο στο χωριό μας, αναγκάζονται να πηγαίνουν στο διπλανό, 10 χιλιόμετρα μακριά. Όχημα δεν έχουν βάλει και έτσι πληρώνουμε εμείς τον δάσκαλο για να τα πηγαινοφέρνει..αλλά ως πότε… » Συνεχίζει με παράπονο αλλά και αγανάκτηση.
Δεν ήταν το μόνο τους παράπονο, ήταν όμως ένα θέμα ευαίσθητο, με το οποίο κάποιος με οικογένεια, όπως εγώ, εύκολα θα ταυτιζόταν. Είπαμε πολλά, γελάσαμε, προβληματιστήκαμε και λίγο πριν μας καταβάλει όλους η κούραση αποφασίσαμε να πούμε καληνύχτα.

Την επόμενη μέρα, Κυριακή πρωί και μετά από ένα χαλαρό πρωινό στο δασικό χωριό του Ερύμανθου με τον Θανάση και τον Αλέξανδρο, κατηφορίζω να βρω τον πατέρα και τον γιο που δούλευαν στα χαμηλότερα δάση δρυός.
« Θα μας βρεις λίγο πιο πέρα από το Λυκοδρόμιο, επάνω στον δρόμο…θα το καταλάβεις », μου είχε πει ο γιος του Μουστάκα, Χουσεΐν, δύο μέρες πριν. Καθόταν σε ένα τραπέζι με τους φίλους του και τα έλεγαν, όταν τον πλησίασα για να κλείσουμε οριστικά το ραντεβού μας. Η βραδιά ήταν γλυκιά και καθώς η ώρα περνούσε οι θαμώνες άφηναν σιγά σιγά το στέκι τους και γέμιζαν τα σοκάκια με μικρές παρέες. Πολυλογάδες, νέοι και γέροι, με πορείες διαφορετικές αλλά κοινό προορισμό. Κάπως έτσι βρέθηκα κι εγώ παρέα με τον Χουσεΐν να τα λέμε λίγο καλύτερα.
« Είμαστε όλοι σαν οικογένεια » μου είχε πει, όταν τον ρώτησα για τη δουλειά που κανόνιζαν νωρίτερα στο καφενείο. « Όταν κάποιος χρειάζεται βοήθεια στο σπίτι του, όλοι πηγαίνουμε να βοηθήσουμε ». Κι αυτό ήταν φανερό, το έβλεπες παντού, στην επικοινωνία, στις κινήσεις τους.
Περπατώντας λίγο ακόμα και μετά τη γέφυρα οι δρόμοι μας χώρισαν.

Και να τώρα, κάτι λιγότερο από δύο εικοσιτετράωρα που οι δρόμοι μας ξαναέσμιγαν. Τους βρήκα χωμένους μέσα σε ένα υπέροχο δρυόδασος με τα ζώα, να χάνονται και να εμφανίζονται ανάμεσα σε λόφους και στροφές. Σε αυτό βοηθούσε και το σκληρό φως, που μαζί με τις σκιές που δημιουργούσε έκανε τα πάντα να μοιάζουν με στρατιωτική παραλλαγή, άνθρωποι και ζώα καμουφλαρισμένοι, σχεδόν αόρατοι, ένα με το δάσος.
Μπορεί το ξύλο να ήταν άλλο, ο μεσσές, (όπως λένε το ξύλο της δρυός) κι εδώ όμως η ίδια ιστορία, ζώο και άνθρωπος ιδρώνουν μαζί, δίπλα δίπλα, βοηθώντας ο ένας τον άλλο. Μπόρεσα να “κλέψω” μερικές στιγμές μαζί τους…με συγκίνησε το γεγονός ότι έβλεπα πατέρα και γιο να δουλεύουν μαζί. Ήταν κάτι που πάντα ζήλευα, ίσως επειδή δεν μου δόθηκε ποτέ αυτή η ευκαιρία.. και το ομορφότερο ακόμη ήταν ότι δούλευαν με σεβασμό ο ένας για τον άλλο.
« Έχετε πολλή δουλειά ακόμη για να τελειώσετε για φέτος; » Τους ρωτώ.
« Μέχρι να μας διώξουν τα χιόνια ». Μου απαντούν.


Τους αφήνω όλο χαρά αλλά και ευγνωμοσύνη για όλες αυτές τις υπέροχες εικόνες και στιγμές που μου δώσανε και καθώς μπαίνω στο αυτοκίνητο για τον δρόμο της επιστροφής, σκέφτομαι πως όλα πήγαν παραδόξως καλά και σύμφωνα με το πλάνο, που έτσι όμορφα και απλά είχε οργανωθεί στο καφενείο. Πολλές φορές ξεκινάμε μία ιστορία έχοντας έναν στόχο κι ένα σχέδιο, ένα τέτοιο είχα κι εγώ όταν ξεκίνησα να βρω τους ξυλοκόπους της Ροδόπης. Να γράψω για τη ζωή τους στο βουνό και το δάσος, το επάγγελμα τους. Από τη στιγμή όμως που βρέθηκα στο χωριό τους, όλα άλλαξαν. Εκεί, σε αυτή την ξεχασμένη γωνιά της οροσειράς της Ροδόπης, βρήκα μία κοινότητα ανθρώπων, με όλη τη σημασία της λέξης “κοινότητα” όσο και “ανθρώπων”. Αλληλέγγυοι, φιλικοί, φιλόξενοι, γεμάτοι αγάπη και ζεστασιά, με δέχτηκαν έστω και για λίγο στη ζωή τους και μου χάρισαν μοναδικές και όμορφες στιγμές που θα μείνουν για πάντα χαραγμένες στη μνήμη μου, στιγμές για τις οποίες είμαι σίγουρος ότι θα ξανάρθω. Δεν ήταν λίγες οι φορές που άκουσα τους προβληματισμούς τους, καθημερινά πράγματα που επιδρούν και επηρεάζουν τον καθένα μας, είτε είσαι σε ένα χωριό στη μέση του πουθενά, είτε στο κέντρο μιας πόλης. Με τη διαφορά όμως ότι εκεί πρέπει να λύσεις και μια σειρά από άλλα προβλήματα, όπως τα αδιέξοδα των νέων, την εκπαίδευση, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, την ερημοποίηση και ένα σωρό άλλα που στο άστυ θεωρούνται δεδομένα. Στο μυαλό μου ήρθαν τα λόγια του Χουσεΐν όταν τον ρωτούσα για την απόφαση του να μείνει και να δημιουργήσει την οικογένειά του στο χωριό..« Εγώ δεν μπορώ να ζήσω στην πόλη », μου είχε πει « Έδώ στο χωριό μπορώ να είμαι ελεύθερος! »

Αναμνήσεις φθινοπώρου.

Όταν επισκέπτεσαι έναν τόπο ξανά και ξανά και κάθε φορά έχεις τον ίδιο ενθουσιασμό, για πολλούς είναι κάτι το περίεργο, το ακατανόητο. Όμως οι πολλοί δεν ξέρουν ότι μπορείς να αγαπάς έναν τόπο όπως αγαπάς έναν άνθρωπο. Ότι δεν βαριέσαι να τον κοιτάς και να είσαι μαζί του, όπως δεν βαριέσαι και δεν σταματάς ποτέ το βλέμμα όταν μπροστά σου είναι η αγάπη. Τη φύση την αγαπώ και τη θαυμάζω από μικρό παιδί, όμως η οροσειρά της Ροδόπης είναι έρωτας.
Σε αυτό το πεζοπορικό ταξίδι μοιράστηκα με τον καλό μου φίλο μια διαδρομή που έκανα μερικούς μήνες νωρίτερα. Μία διαδρομή που περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, διανυκτέρευση σε έναν ερειπωμένο οικισμό ( Τραχώνι ) και τοπία που σε ταξιδεύουν στην άγρια Δύση… Περπατήσαμε επάνω σε παραδοσιακά γεφύρια, ήπιαμε νερό από πηγές, φάγαμε τους καρπούς της οξιάς και συναντήσαμε κρυφούς καταρράκτες.
Κάποια πράγματα δεν μπορούν να απεικονιστούν, ούτε μπορείς να έχεις κόπια… απλά πρέπει να είσαι εκεί να νιώσεις, να πάρεις κάτι άυλο και να το κρατήσεις βαθιά μέσα σου.
Στον δρόμο λοιπόν, στο μονοπάτι, στην κορφή, στο δάσος, εκεί έξω.. που όλοι μας συναντάμε την περιπέτεια και δοκιμάζουμε τους εαυτούς μας!!

Δαδιά…δεν καίγεται η ελπίδα.

<<Σήμερα έλεγε για καταιγίδες, για να δούμε..μία βροχή σίγουρα θα βοηθούσε>>. Μου λέει ο Γιουσούφ καθώς αγναντεύουμε προς το δάσος.

 Ήταν Κυριακή πρωί στο παρατηρητήριο της πυροσβεστικής, το οποίο βρίσκεται στον λόφο ακριβώς πάνω από το κεντρικό κτήριο του φορέα διαχείρισης του εθνικού πάρκου Δαδιάς. Είχαν περάσει 18 μέρες μετά τις πρώτες φλόγες και 10 μέρες μετά την τελευταία μεγάλη εστία φωτιάς που έκαψε περίπου 45.000 στρέμματα αυτού του μοναδικού βιότοπου..και η επιφυλακή ήταν ακόμα στα “κόκκινα”. 

“Δασικές πυρκαγιές”, το άκουσμα τους και μόνο φτάνει για να προκαλέσει σε πολλούς μια κατάσταση παρατεταμένου στρες. Όταν μάλιστα η επαφή σου με τη φύση και το δάσος είναι σε μεγαλύτερο βαθμό από άλλους, τότε τα συναισθήματα σου μπαίνουν εύκολα σε ένα ψυχολογικό ρόλερ-κόστερ με κάθε νέα είδηση να σε ανεβάζει ή να σε ρίχνει με τρόμο πιο χαμηλά. Έτσι τουλάχιστον ένιωθα εγώ όλες αυτές τις φρικτές μέρες που κράτησε η πυρκαγιά. Γι’αυτό και την τέταρτη μέρα της πυρκαγιάς, μέσω των εργατικών σωματείων που έτρεξαν να συνδράμουν, βρήκα την ευκαιρία να ανέβω για να βοηθήσω όπως μπορούσα, αλλά και να δω από κοντά την κατάσταση ( Τελικά το μόνο που καταφέραμε να κάνουμε ήταν να αφήσουμε μερικά νερά για τους πυροσβέστες, καθώς το επίπεδο οργάνωσης/διαχείρισης των εθελοντών ήταν ανύπαρκτο).

Αποφάσισα να επιστρέψω στο εθνικό πάρκο για να δω τελικά ποια ήταν τα αποτελέσματα αυτής της καταστροφής, με την ελπίδα ότι τα πράγματα θα ήταν καλύτερα σε σχέση με αυτά που είδα και βίωσα την τελευταία φορά που ήμουν πάνω. Έτσι εκείνη την Κυριακή πήρα μαζί μου τη φωτογραφική μηχανή και ξεκίνησα για τον βορρά. Ένα πράγμα που παρατηρεί κανείς καθώς οδηγεί προς τα βόρεια του νομού Έβρου είναι ότι από τη μια (δεξιά σου) έχεις τον ποταμό Έβρο και από την άλλη (αριστερά σου) τα ημιορεινά δάση του εθνικού πάρκου της Δαδιάς (τουλάχιστον μέχρι το Σουφλί). Σε πολλά σημεία αυτής της διαδρομής το δάσος, λόγω και της εγκατάλειψης της κτηνοτροφίας όσο και της γεωργίας, φτάνει σχεδόν μέχρι τον δρόμο.

Στο μυαλό μου έρχονται οι εικόνες όταν ανεβαίναμε εν μέσω φωτιάς..ένα πυκνό φουγάρο καπνού, αποπνικτική ατμόσφαιρα, αστυνομία στους κόμβους και απογοήτευση στα μάτια όλων.  Τώρα τα πράγματα ήταν ήρεμα, όμως τα μαυρισμένα βουνά στο βάθος αλλά και τα καμένα δέντρα δίπλα στον δρόμο ξυπνούσαν τις μνήμες.

Καθώς έμπαινα στο χωριό, άκουγα την καμπάνα που χτυπούσε ενώ οι ηλικιωμένοι κάτοικοι βολτάραν με τα καλά τους. Παρκάρω στον χώρο δίπλα στο κέντρο πληροφόρησης του πάρκου και σχεδόν αμέσως με υποδέχονται τρεις γυναίκες, υπάλληλοι του πάρκου, μία εκ των οποίων η κ.Άννα Κωνσταντινίδου υποδιευθύντρια. Στάθηκα λίγο για να τα πούμε. Παρά τα χαμόγελα το σοκ και το στρες από την καταστροφή ήταν ακόμη έκδηλο. <<Ήταν πολύ δύσκολα για μας, τα έχουμε κάνει σχεδόν όλα με τα χέρια μας!>> μου λέει κάποια στιγμή η Άννα. <<Το πονάμε το δάσος, θα μπορούσαμε όμως να κάνουμε περισσότερα >>,  συνεχίζει σε μια στιγμή αυτοκριτικής. Την ρώτησα αν είναι καλά τα άγρια πτηνά του δάσους, αν οι φωλιές των μαυρόγυπων επηρεάστηκαν. <<Φαίνεται ότι γλίτωσαν και επέστρεψαν.  Από εβδομάδα που θα μας επιτραπεί η είσοδος θα έχουμε καλύτερη εικόνα>>. Μου απαντά. Κάποια στιγμή παίρνουν κλήση για κάποιο νεογνό πελαργών που έπεσε από τη φωλιά. Οι πρώτες πτήσεις της ζωής τους μπορεί να γίνουν επικίνδυνες. Νομίζω ότι είχε έρθει η ώρα να τις αφήσω να κάνουν τη δουλειά τους.

Παρόλο που η φωτιά είχε σβήσει, μικροεστίες έκαιγαν παντού και ο φόβος μιας αναζωπύρωσης ήταν ακόμα υπαρκτός. Αυτός ο φόβος μαζί με τα ανεβασμένα μποφόρ ήταν και ο λόγος για τον οποίο δεν με άφησαν να μπω και βαθύτερα στο εσωτερικό του πάρκου. Είχαν όμως την καλοσύνη να με αφήσουν να ανέβω μέχρι το παρατηρητήριο των πυροσβεστών λίγο πιο πάνω. 

Αφήνοντας το κέντρο και τη θερμή φιλοξενία,  χαιρετώ και ξεκινάω για τον χωματόδρομο προς την αντιπυρική ζώνη. Στην πορεία βρίσκω την ευκαιρία και χώνομαι με προσοχή σε διάφορα σημεία δίπλα από τον δρόμο για μερικές φωτογραφίες. Ήταν μια προσπάθεια να καταλάβω καλύτερα τι σημαίνει φωτιά στο δάσος και η αλήθεια είναι ότι όσο περισσότερο προχωρούσα τόσα περισσότερα έβλεπα και όσα περισσότερα έβλεπα τόσα περισσότερα ερωτήματα γεννιόντουσαν. Ευτυχώς για μένα τα περισσότερα ερωτήματα θα έβρισκαν απάντηση στα λόγια του Γιουσούφ…

Πλησιάζοντας στο παρατηρητήριο, θυμόμουν τις απόκοσμες εικόνες που ακόμα έντονες έρχονταν στο μυαλό μου, τότε που όλο το μέρος ήταν πνιγμένο στους καπνούς.

Καθώς ανεβαίνω διακρίνω μία σιλουέτα στην άκρη του μικρού κτιρίου να κοίτα προς το μέρος μου. <<Καλημέρα, πως πάει;>> <<Καλημέρα, όλα καλά>>. Μου απαντά. Ήταν ο Γιουσούφ και πίσω στην άλλη πλευρά ο Κυριάκος, που όπως θα μάθαινα αργότερα είχαν μαζί τη διπλή βάρδια για σήμερα. Βολικό, γιατί έτσι θα είχα την ευκαιρία να πούμε δυο κουβέντες χωρίς να τους ενοχλώ από το σημαντικό τους έργο. Με ευχάριστη διάθεση και όρεξη για κουβέντα ο Γιουσούφ (ένας πυροσβέστης με πολλά χρόνια εμπειρίας) μου έκανε τη χάρη να μου λύσει μερικές απορίες. . <<Σε πολλά σημεία είδα ότι ενώ έχει καεί η χαμηλή βλάστηση και τα χόρτα, τα δέντρα ήταν σχεδόν άθικτα, γιατί αυτό;>>. << Αυτή η φωτιά λέγεται έρπουσα, καίει χαμηλή βλάστηση και ξερά χόρτα. Όμως όταν οι συνθήκες το ευνοούν, όπως ο αέρας, τότε η φωτιά “σηκώνεται” και καίει τα πάντα>>.

Εντυπωσιασμένος συνεχίζω. << Οι τρύπες που είδα σε πολλά σημεία τι είναι; Φάνηκαν σαν τρύπες ζώων>>. Τον ρωτώ καθώς αγναντεύουμε το καταπράσινο ακόμα βόρειο τμήμα του πάρκου.

<<Αυτός είναι ο σημαντικότερος λόγος που είμαστε ακόμα σε τόσο μεγάλη επιφυλακή. Αυτές οι τρύπες είναι ό,τι έμεινε από τα κούτσουρα που κάηκαν, αλλά και οι ρίζες πολλών δέντρων που καίνε ακόμα μέσα στη γη. Όταν λοιπόν φυσάει ο αέρας φουντώνει τις φωτιές μέσα τους και σπίθες βγαίνουν έξω, με μεγάλο κίνδυνο να έχουμε αναζωπυρώσεις. Και έχουμε ακόμα πολλές>>.

Για τον περισσότερο κόσμο η δασική πυρκαγιά είναι κάτι που ανάβει και μετά αφού ρίξουν κάποιοι πυροσβέστες νερό σβήνει. Όμως όσο μιλούσα με το Γιουσούφ, αλλά και όσο θυμόμουν τα λόγια της Άννας για την πρόληψη, καταλάβαινα ότι τα πράγματα είναι πολύπλοκα, και αυτό δεν είναι πάντα κακό. Ο Γιουσούφ μου μίλησε και για την τεράστια υποστελέχωση που έχει ο κλάδος τους σήμερα (όπως οι περισσότεροι κλάδοι στην Ελλάδα) και πως αν είχαν τα άτομα που είχαν άλλες χρονιές, τότε τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά. Τα είπαμε για λίγη ώρα ακόμα και με την άφιξη της περιπολίας τούς άφησα να κάνουν τη δουλειά τους. 

Μετά από λίγο βρίσκομαι πάνω στην αντιπυρική ζώνη και κοιτώ νότια του πάρκου. Από δεξιά τα καμένα δέντρα και από αριστερά τα πράσινα ακόμα πεύκα που γλίτωσαν χάρη στη ζώνη και την προσπάθεια των πυροσβεστών. Τόσο ξεκάθαρα στέκονταν μπροστά μου οι απαντήσεις που όλοι λίγο πολύ ξέρουμε, αλλά δεν λέμε φωναχτά. Η προστασία της φύσης είναι επιτακτική ανάγκη γιατί έτσι θα προστατεύσουμε και τους ανθρώπους. Πρόληψη, επαρκής στελέχωση, μέσα πυρόσβεσης και η εκάστοτε πολιτική βούληση βοηθάνε, αλλά τα πράγματα έχουν ξεφύγει κατά πολύ για να λέμε ότι έτσι μπορεί να γίνει κάτι ουσιαστικό. Είναι προφανές ότι το οικονομικό μοντέλο του πλανήτη μας είναι από μόνο του ασύμβατο με την προστασία της φύσης αλλά και του ανθρώπου. Γιατί όταν το κέρδος ορίζει τη φύση και τις ζωές μας, τα περιθώρια είναι στενά εως ανύπαρκτα…

Η Καλύβα

Ημέρα πρώτη 

<<Πω ρε φίλε αυτό ήταν.. επιτέλους φτάσαμε! Αυτή η τελευταία ανηφόρα με “έκαψε”>>. 

Μπαίνω στην καλύβα και το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να αφήσω το σακίδιο και να καθίσω στην πρώτη καρέκλα που θα βρω μπροστά μου. Το βλέμμα φεύγει στο χώρο γύρω μου.. κοιτώ τη μικρή κουζίνα στο βάθος με τη βρύση να τρέχει νερό και δίπλα μερικά σκεύη κουζίνας αφημένα να στεγνώνουν, το τραπέζι με τον καναπέ και τις τρεις καρέκλες, τα αραδιασμενα κουτιά με εργαλεία και μικροαντικείμενα αριστερά από την πόρτα, ενώ δεξιά τη σόμπα με μια στοίβα ξύλα. Στο δίπλα δωμάτιο υπάρχουν πέντε κρεβάτια και ένας καθρέφτης με μια συρταριέρα από κάτω. 

Ο Πάρης, μπαίνει κι αυτός μέσα.

<< Λοιπόν πώς σου φαίνεται; Εδώ θα την βγάλουμε>>, του λέω. 

<< Μια χαρά, φίλε, μπεϊκα! Τα έχουμε όλα και νερό>> μου απαντά με το χαρακτηριστικό του τρόπο. 

<<Πάμε να μαζέψουμε κάνα ξύλο όσο ακόμη έχει φως>>;! συνεχίζει. 

Κάνουμε μια μικρή εξερεύνηση στον χώρο, μαζεύουμε ξύλα και μερικές σκόρπιες πατάτες από το χωραφάκι πίσω από την καλύβα. Δεν αργούμε να μπούμε ξανά μέσα. Στο βουνό τέτοια εποχή οι μέρες είναι μικρές. Βάζουμε σόμπα στο φουλ και νερό να βράζει.

Έχοντας τακτοποιηθεί για τα καλά, παρατηρώ τον Πάρη, που εδώ και ώρα αφήνει διάφορα σακουλάκια με σπόρους, φλεικς και κάτι που μοιάζει με τραχανά στο τραπέζι. 

<<Πρέπει να παίζει πολύ μεγάλο ρόλο η διατροφή στους αγώνες και στη ζωή σου>> τον ρωτώ, γνωρίζοντας όμως ήδη την απάντηση. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τις τεράστιες ποσότητες ενέργειας που απαιτούνται για να βγάλεις έναν υπερβατικό αγώνα ορεινού τρεξίματος.

<<Ναι >>, μου απαντά.

<<Τόσο για την προετοιμασία και φυσική κατάσταση του σώματος, όσο και για τον αγώνα, το τι τρως είναι βασικό>>.

Ήταν πλέον ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του… ο Πάρης εδώ και περίπου δέκα χρόνια εξορμούσε στη φύση με κύριο στόχο τους αγώνες· ένας λόγος για τον οποίο θυσίασε αλλά και συνεχίζει να θυσιάζει πολλή ενέργεια και χρόνο. 

<< Σε έναν από τους τελευταίους μεγάλους αγώνες που έτρεξα, η κακή διατροφή αλλά κυρίως η κακή λήψη τροφής κόντεψε να με βγάλει εκτός…δίπλωσα, το σώμα μού έλεγε ότι κάτι είχα κάνει λάθος>>, λέει χαρακτηριστικά.

Ήταν κάτι που συζητήσαμε για ώρα, το πώς δηλαδή η διατροφή παίζει βασικό ρόλο στην επίτευξη του στόχου, που είναι πρωτίστως ο τερματισμός, αλλά και ακόμα πιο σημαντικό ίσως, το πώς να μάθεις να “ακούς” το σώμα σου. 

Βγάζω το νερό από τη φωτιά και βάζω λίγο στην κούπα μου. Είχε αρχίσει να με ταλαιπωρεί ένα κρύωμα στο οποίο μέρες τώρα αντιστεκόμουν με βιταμίνες και διάφορα δυναμωτικά ματζούνια. Ο Πάρης απ’την άλλη ασχολείται με το “έξυπνο” ρολόι του. 

<<Άλλο ένα σημαντικό εργαλείο του δρομέα; Τι λέει, τι κάναμε σήμερα; Πόσα χιλιόμετρα βγάλαμε>>; τον ρωτάω με ενδιαφέρον αλλά και με μια διάθεση να τον πειράξω. 

<< Σχεδόν 14 χιλιόμετρα με 400 μέτρα υψομετρική >>, απαντά. 

<<Φαντάζομαι ότι με το βάρος, την απότομη ανάβαση και το ιδιαίτερο τερέν να έγινε δουλίτσα>>, του λέω ξέροντας ότι αυτό ήταν κάτι που τον απασχολούσε αρκετά. 

<< Πως δεν έγινε φίλε! Η πεζοπορία είναι μέρος της προπόνησης και αυτή ήταν μια πολύ καλή>>. 

Σε όλη τη διαδρομή από τα 1300μ στα 1100μ και μετά στα 1500μ που βρίσκεται το οροπέδιο, ο Πάρης είχε ξεκάθαρα στο μυαλό του τον αγώνα, τον οποιοδήποτε αγώνα. Ενεργοποιούσε και απενεργοποίουσε συνέχεια την καταγραφή των δεδομένων στο ρολόι, έκανε συνεχείς αναφορές για τους διάφορους αγώνες, αλλά και το κλίμα που επικρατεί εκεί· και είμαι σίγουρος ότι κρατιόταν με νύχια και με δόντια για να μην πετάξει την τσάντα και αρχίσει να τρέχει. 

Η νύχτα προχωρά όμορφα… έξω απ’ την καλύβα, τα σκυλιά που μας είχαν ακολουθήσει από την αρχή της διαδρομής, τρία στον αριθμό και κάνα δυο που κόλλησαν στην πορεία, έχουν κουρνιάσει για τα καλά. Κι εμείς όμως είμαστε αρκετά κουρασμένοι. Ετσι, αν και η συζήτηση έχει αρκετό ενδιαφέρον, προτιμάμε να κρατήσουμε την όρεξη μας για την επομένη και πάμε για ύπνο.

Ημέρα δεύτερη

Κοντεύει απόγευμα… στο χέρι μου κρατώ μια ζεστή κούπα τσάι, είμαι καθισμένος αναπαυτικά σε μια καρέκλα παραλίας στο περίβολο της καλύβας και έχω τα πόδια ψηλά σε έναν τάκο..νιώθω τη θερμότητα από τις ακτίνες του ήλιου στο πρόσωπό μου. Ο Πάρης παραδίπλα στην ίδια φάση, ατάραχος, όπως όλη η πλάση γύρω μας, ρεμβάζει σιωπηλός. Μερικά λεπτά μετά την ολοκλήρωση της σημερινής πεζοπορίας και απολαμβάνουμε αυτό τον αναπάντεχα καλό καιρό, με μια χαλαρωτική σιέστα. 

Το μυαλό ταξιδεύει, όχι μακριά…η σημερινή πορεία ήταν ένα πραγματικά μαγικό ταξίδι στον σχεδόν τέλειο μικρόκοσμό μας.

 Στην αρχή ήταν η διάσχιση μέσα από τα “χρυσαφένια λιβάδια”, λιβάδια στο πρώτο φως του ήλιου περιτριγυρισμένα από πυκνά δάση και μέσα τους αμέτρητα ρυάκια. 

<< Φίλε, είναι σαν να “περπατάς στον αέρα” >>, είχε πει κάποια στιγμή ο Πάρης. Πράγματι, το χόρτο και η φυτική ύλη ήταν τόσο πυκνά που αμφιβάλλω εάν πατήσαμε ποτέ χώμα. 

 Μετά κινηθήκαμε στα όρια των ανθρώπων· εκεί μοιραστήκαμε τον χώρο και τον χρόνο μας πάνω στη συνοριογραμμή, πότε από εδώ και πότε από εκεί, μέχρι που βρήκαμε τον δρόμο μας μέσα στο δάσος. Αφήσαμε και πιάσαμε νέα και παλιά μονοπάτια ώσπου στο τέλος, βγαίνοντας, πήραμε τον δρόμο που θα μας οδηγούσε στο σκοτεινό ρέμα και στην αναζήτηση του μυστηριακού για πολλούς καταρράκτη του. Δεν ξέρω τι ιστορίες και μυστήρια μπορεί  να κρύβει ένας καταρράκτης για τους ντόπιους.. όμως για μένα ο χρόνος μέσα σε ένα τέτοιο τοπίο οδηγεί πολλές φορές σε στιγμές κάθαρσης.

<<Ααα αυτή είναι ζωή>> μονολογώ και πίνω μια γουλιά βλέποντας τον ήλιο να χάνεται σιγά σιγά πίσω από τα δέντρα. 

Ο Πάρης πάντα ανήσυχος σηκώνεται και κόβει μερικά ξύλα ακόμη· ήταν ώρα να γίνουν μερικές δουλειές πριν μπούμε μέσα. Ακόμα και τα σκυλιά που και σήμερα δεν μας είχαν αφήσει ούτε στιγμή, μετά από μερικά λιτά σνακ άρχισαν να πιάνουν τις γνωστές τους θέσεις. 

Βρίσκουμε λίγο μέλι και φτιάχνουμε ρακόμελο, με το πορτάκι της σόμπας διαρκώς ανοιχτό για να μαγνητίζει το βλέμμα. Πιάνουμε σιγά σιγά τις αμπελοφιλοσοφίες και μοιραζόμαστε το πάθος μας για τη φύση, ο καθένας με το δικό του τρόπο. 

<<Τι είναι για σένα το να τρέχεις στο βουνό>>; τον ρωτώ κάποια στιγμή. 

<<Ελευθερία… το να υπερβαίνεις τον εαυτό σου>>! μου απαντά.. και πιστέψτε με ο Πάρης ήξερε πολύ καλά τι έλεγε όταν μιλούσε για ελευθερία.

Πόσες φορές δεν την πήραμε για δεδομένη σκέφτομαι..όπως δικαιώματα και αγαθά πολύτιμα που κερδήθηκαν με αγώνες και αίμα..

<< Η ελευθερία είναι το υπέρτατο αγαθό>>! λέει τελειώνοντας την πρόταση του. 

Αναρωτιέμαι αν ίσως αυτός είναι και ο μεγαλύτερος αγώνας που δίνουν αυτοί οι υπεραθλητές κάθε στιγμή, εντός και εκτός διαγωνισμού. Ελεύθεροι να αγωνίζονται, φτάνοντας το σώμα και το πνεύμα τους στα έσχατα των ορίων τους. Ελεύθεροι να τα παρατήσουν όποτε θέλουν και όμως να συνεχίζουν και τέλος ελεύθεροι και συνειδητά να επιλέγουν να υποφέρουν.

Δεν μένουμε όμως μόνο εκεί.. μου μιλά για στιγμές όταν ο νους είναι ανίκανος να ορίσει το σώμα. Αλλά και για άλλες, όταν μόνος και άϋλος σηκώνει όλο το σώμα, με δυνάμεις άγνωστες για όσους δεν χρειάστηκε ποτέ να μπουν σε τέτοιες δοκιμασίες. 

Βγαίνω λίγο έξω να ξεθολώσω από τη ζέστη και το ρακόμελο, η ησυχία είναι απόλυτη και ο νυχτερινός ουρανός γεμάτος αστέρια. Βγαίνει και ο Πάρης· καθόμαστε για λίγο στο κρύο, σήμερα η βραδιά είναι ψυχρή, αλλά ήπια για την εποχή.

<< Κοιμάστε καθόλου>>; του λέω. 

<<Ανάλογα τον αγώνα, μπορείς σε διάφορα σημεία ανεφοδιασμού να ρίξεις 10 με 15 λεπτά ύπνου>> μου απαντά. Είναι μερικοί αγώνες που διαρκούν πάνω από 72 ώρες και οι παραισθήσεις πρέπει να είναι μόνιμο φαινόμενο, σκέφτομαι. 

<<Όλα είναι στο μυαλό >> μου λέει καθώς κοιτάμε τα άστρα, και λίγο πριν κλειστούμε πάλι μέσα. Είναι μια ατάκα που ακούς συχνά, όμως νομίζω ότι αθλητές τέτοιου τύπου είναι απ’ τους λίγους που μπορούν να την λένε και να ξέρουν ακριβώς γιατί πράγμα μιλούν… 

 Κανείς δεν ξέρει τα βάθη της ψυχής.. ο καθένας μας στις πιο δύσκολες στιγμές του αντλεί δυνάμεις άγνωστες από εμπειρίες της ζωής, από ένα αγαπημένο πρόσωπο, την ανάγκη να δώσει κάποιο νόημα, να καταλάβει γιατί το κάνει όλο αυτό στον εαυτό του. Ο Πάρης όμως με τον τρόπο του μου έδειξε ότι στις αντιξοότητες της ζωής πρέπει να μαχόμαστε, όπως και όταν είμαστε εδώ έξω.. γιατί ο αγώνας μέσα στη φύση είναι σαν αυτόν της ζωής. 

Ημέρα τρίτη 

Κρύο, ηρεμία.. Βρίσκομαι στο κατώφλι της καλύβας, κλείνω για λίγο τα μάτια και μυρίζω το χορτάρι. Χαράζει και νιώθω πολύ καλύτερα. Το χθεσινό ρακοματζούνι έκανε δουλειά τελικά. Σε λίγο ξέρω ότι θα έρθουν τα χιόνια και το λιβάδι με το δάσος θα ησυχάσουν. Κάθε εποχή σε αυτό το μέρος είναι διαφορετική, όπως και σε κάθε μέρος έξω στη φύση. Βλέπεις την αλλαγή παντού, στα χρώματα, στη θερμοκρασία, στους ήχους και στη ζωή που ζει μέσα του .. Αυτή τη φορά το τοπίο είχε τη δική του ομορφιά.. λίγο μετά την πανδαισία των φθινοπωρινών χρωμάτων το δάσος έχει σχεδόν απογυμνωθεί· μόνο οι Σιμήδες είχαν μείνει να μας θυμίζουν κάτι από φθινόπωρο. Ας είναι, ο δρόμος της επιστροφής μας θα ήταν γλυκός, ήσυχος.. και όταν το μονοπάτι θα μας έδειχνε ξεκάθαρα τον δρόμο για τον τερματισμό, ο Πάρης θα με άφηνε για την τελική ευθεία..  

Φώτο-ιστορίες “Μόνος στο δάσος”

Ήταν αρχές του Οκτώβρη και ερχόταν Σαββατοκύριακο.. κι εγώ έψαχνα απεγνωσμένα να εκμεταλλευτώ το κενό που είχε προκύψει στο οικογενειακό πρόγραμμα. Ήταν μια σπάνια ευκαιρία αλλά από ό, τι φάνηκε μόνο για μένα.. έτσι έμεινα μόνος να ψάχνω τρόπο και τόπο για να αποδράσω στα αγαπημένα δάση της Ροδόπης. Τελικά, ο δρόμος με έφερε για άλλη μια φορά στο δασικό χωριό του Ερύμανθου και τη θερμή φιλοξενία του Θανάση και της παρέας του. Μια διαδρομή από το Δ.Χ. ως τις παρυφές του Γυφτόκαστρου μου χάρισε μερικές υπέροχες εικόνες και μια μοναχική αλλά και  μαγική πεζοπορία, δικαιώνοντας άλλη μια φορά την επιλογή μου.. Σας παραθέτω, λοιπόν, εικόνα και αίσθηση.
* οι φωτογραφίες είναι με τη σειρά που τις έβγαζα αλλά και τις βίωνα, καθώς ξεκινούσα αλλά και ολοκλήρωνα την πεζοπορία μου.

Ελατιά “ένα καλοκαιρινό καταφύγιο”.

“Αντάμα” Στον κύκλο της μετακινούμενης κτηνοτροφίας.

” Τα βρεγμένα ξύλα “σφύριζαν” και άφριζαν ανάμεσα στις φλόγες μέχρι να χάσουν την υγρασία τους, έπειτα καιγόντουσαν κι αυτά κάτω από το ψιλόβροχο που ακόμα δεν έλεγε να σταματήσει. Εμείς πάλι για ώρες προσπαθούσαμε να στεγνώσουμε δίπλα τους, μάταια όμως· ήμασταν μούσκεμα μέχρι το κόκαλο.
Η συζήτηση γινόταν στα όρθια, μακριά από την ειδυλλιακή εικόνα που έχει κανείς για κουβεντούλα γύρω από τη φωτιά. Παρόλα αυτά  δεν είχαμε χάσει το κέφι μας και οι ιστορίες δίνανε και πέρνανε.
<<Είναι καμιά εικοσαριά “κουδούνες” επάνω.>> μου λέει ο Γιάννης.
<<Έφυγαν πριν καμιά εβδομάδα μόνες τους, θα μας περιμένουν γύρω από την καλύβα.>>
<<Πως γίνεται αυτό;>> του λέω.
<<Έχω πολλές τέτοιες ιστορίες να σου διηγηθώ.>> μου απαντά.

Στα πυκνά, απέραντα δάση της Ροδόπης, απόκοσμοι ήχοι ζώων και φωνές ανθρώπων χάνονται για άλλη μια φορά μέσα στα λιβάδια, τα ρέματα και τις βουνοκορφές..
Βρισκόμαστε στη στιγμή που οι περισσότεροι σαρακατσάνοι – η φυλή των ορεσίβιων βοσκών που κυριαρχούσαν για αιώνες στην κτηνοτροφία και φυσικά στους βοσκότοπους στα πεδινά όσο και στα ορεινά της περιοχής- αφήνουν πίσω τους τα λιβάδια και τη νομαδική κτηνοτροφία. Σε αυτή τη στιγμή της ιστορίας, λοιπόν, μιά νέα γενιά κτηνοτρόφων κάνει την εμφάνιση της. Πρόσφυγες – κάποιοι – από χαμένες πατρίδες, βρίσκουν την ευκαιρία και δένουν τη ζωή τους με τον τόπο. Ένας από αυτούς και ο κ. Αναστάσης, πατέρας του Γιάννη, πρόσφυγας δεύτερης γενιάς από τον Πόντο.
Κρατώντας από τη μία ένα εισιτήριο που θα τον έκανε  μετανάστη και από την άλλη την επιλογή της σκληρής ζωής ενός κτηνοτρόφου, βγαίνει μια μέρα από ένα δίλημμα που θα καθορίσει τη ζωή του, τη ζωή της οικογένειας του αλλά και κάτι παραπάνω, την οικολογία ενός βιότοπου και τη συνέχιση μιας πρακτικής κτηνοτροφίας, που διατηρεί σχέσεις μεταξύ ανθρώπου και ζώου, χαμένες στις απαρχές του ανθρώπινου είδους…


Μπαίνοντας στο δάσος

Η βροχή έπεφτε ασταμάτητα από τα ξημερώματα… πρώτες πρωινές ώρες τώρα και εγώ βρίσκομαι ακόμα μέσα στο αυτοκίνητο. Προσπαθώ να ετοιμάσω τις τελευταίες λεπτομέρειες, ουσιαστικά όμως απλά περιμένω με αγωνία το κοπάδι να φανεί.
Που και που ρίχνω μερικές ματιές έξω, τα σύννεφα καλύπτουν τις κορφές των δέντρων, ενώ δύο άλογα, μέσα από την περίφραξη του δασικού χωριού, βόσκουν ελεύθερα. Η καθημερινότητα, ακόμη και σε περιόδους υλοτομίας στα ορεινά της Ροδόπης, κυλάει ήρεμα.

Η οροσειρά της Ροδόπης, είναι ένας μαγικός τόπος στα νότια της Βαλκανικής χερσονήσου με πλούσια ιστορία, μύθους, βιοποικιλότητα και ομορφιά. Με το μεγαλύτερο μέρος της να ανήκει στη Βουλγαρία και το νοτιότερο μικρότερο κομμάτι της στην Ελλάδα,είναι ίσως το τελευταίο βιο-θησαυροφυλάκιο της Ευρώπης και πιστεύω ένα καταφύγιο για καθετί ζωντανό που ψάχνει να βρει ξανά τον χώρο αλλά και τον χρόνο για να ισορροπήσει μέσα του όσο και σε σχέση με τη φύση.

Από πριν είχαμε πει με τον Γιάννη να συναντηθούμε στο Δασικό χωριό του Ερύμανθου. Εκεί θα έμπαινα και εγώ στα δύο τελευταία σκέλη της τετραήμερης μετανάστευσης του κοπαδιού προς το Μ. Λιβάδι. Μια πορεία 35 χλμ περίπου (50χλμ ολόκληρη η διαδρομή με 1400μ υψομετρική διαφορά), που ξεκινούσε από τους στάβλους στον οικισμό Κρήνη έξω από το Παρανέστι, μέσα από κυρίως επαρχιακούς δρόμους, ως το σημείο που το κοπάδι θα άφηνε τους δρόμους και θα έμπαινε στο δάσος ή καλύτερα εκεί που οι δρόμοι θα σταματούσαν να ακολουθούν το κοπάδι.

Μέχρι το 1945 πολλά από τα βουνά της Ελλάδας ήταν σχεδόν απάτητα και χωρίς δρόμους· μόνος τρόπος πρόσβασης ήταν κάποια μονοπάτια από διάφορα μικρά εμπορικά καραβάνια, αλλά κυρίως η “πατέκα” (μονοπάτι από το πάτημα ζώων) που άφηναν πίσω τα κοπάδια στο πέρασμα τους. Μετά το ’45 όμως με τον εμφύλιο, όταν ο στρατός προσπαθούσε να “ξετρυπώσει” τους αντάρτες, αλλά και πιο πρόσφατα, τη δεκαετία του ’80, με την ανάπτυξη της υλοτομίας και άλλων δραστηριοτήτων στις περιοχές αυτές, οι δρόμοι άνοιξαν και η πρόσβαση μεγάλωσε.
Πολλοί από αυτούς τους δρόμους, λοιπόν, άνοιξαν βασιζόμενοι στις διαδρομές των κοπαδιών.

Το κινητό χτυπά, το σηκώνω και μέσα από παράσιτα και φασαρία προσπαθώ να καταλάβω. Τελικά η φωνή από την άλλη άκρη μου λέει να φύγω μακριά από τον δρόμο και να μπω μέσα από την περίφραξη. Το κάνω.

Αργότερα, μαθαίνω ότι πάντα σε αυτό το σημείο τα ζώα είναι νευρικά. Ένας άγριος σκύλος τους είχε επιτεθεί και αυτά, μετά από χρόνια, δεν έλεγαν να το ξεχάσουν.

Στέκομαι σε ένα ψηλό σημείο και περιμένω· σε λίγο από μακριά αρχίζει να ακούγεται ο σκληρός, κούφιος ήχος του μετάλλου που χτυπά δυνατά. Όλο και περισσότερο, όλο και πιο κοντά, δεκάδες κουδούνες βαράνε ασταμάτητα δημιουργώντας μια “σύγχυση” στην ατμόσφαιρα. Φορτώνω τον σάκο και περιμένω. Τώρα επιτέλους βλέπω από μακριά τις αγελάδες να πλησιάζουν… μένω σε απόσταση, όπως μου είχαν πει.

Αυτός ο τόπος είχε δει πολύ καλύτερες μέρες.. εμπόριο με τη χρήση διάσπαρτων μονοπατιών, μικρά ή μεγάλα γιοφύρια, μοναστήρια, χωριά, οικισμοί, καλύβες και η μετακινούμενη κτηνοτροφία στην ακμή της. Προσπαθώ να φανταστώ τα δεκάδες κοπάδια με τα εκατοντάδες ζώα (κυρίως αιγοπρόβατα) που για αιώνες μετανάστευαν από τα πεδινά βοσκοτόπια με τους ηπιότερους χειμώνες προς τα ορεινά και καλοκαιρινά βοσκοτόπια με την πλούσια βλάστηση και το ανάποδο.
Πόσο γρήγορα αλλάζουν όλα.. εδώ, όπως και στο μεγαλύτερο μέρος του δυτικού κόσμου, οι αλλαγές ήταν ραγδαίες, η μεταπολεμική Ευρώπη άφησε πίσω της πολλά, και σε αυτή τη χώρα έγινε το ίδιο.
Όπως στην περίπτωση της μετακινούμενης κτηνοτροφίας που έδωσε τη θέση της στη σταυλισμενη, και η ζωή για ζώα και ανθρώπους άλλαξε ριζικά.

Αφού περνά το κοπάδι, ένας άντρας με κίτρινο αδιάβροχο πλησιάζει, ήταν ο Γιάννης.
<<Με έχουν τρελάνει από το πρωί, κάνουν συνεχώς τα δικά τους>>!!! λέει βιαστικά και μετά, λίγο πριν
χαθεί πίσω από τη στροφή μαζί με τον βοηθό του και ένα αγροτικό, μου φωνάζει…
<<Κάτσε εκεί που είσαι, θα έρθω να σε πάρω>>!!!
Στέκομαι για λίγο σκεπτικός, μετά αποφασίζω να τον αγνοήσω. Αρχίζω να ακολουθώ από απόσταση, νιώθω σαν το σκύλο που παρόλο που του έχουν πει να κάτσει στη θέση του, αυτός ακολουθεί πιστά αλλά και διστακτικά μην τυχόν και τον μαλώσουν.
Ξέρω που πάνε, λίγο πιο κάτω είναι η αρχή των μονοπατιών που βγάζουν στο Αρκουδόρεμα και κάτω από τη “Μαύρη πέτρα” το σημείο πρόσβασης προς το Μεγάλο Λιβάδι. Τους βλέπω να στέκονται μπροστά στην είσοδο του μονοπατιού δίπλα στο αγροτικό και οι αγελάδες άφαντες. Με πιάνει μια ανησυχία.. δεν ήθελα να χάσω αυτό το κομμάτι, πλησιάζω προς το όχημα.
<<Καλώς τον Αναστάση! >> μου λέει ο Γιάννης με χαμόγελο.
<<Γειά σε όλους! >> απαντώ.
Μέσα από το παλιό άσπρο αγροτικό αμάξι διακρίνω έναν ευτραφή κύριο. Είναι ο αδελφός του Γιάννη, Σάββας, ο οποίος καθισμένος στη θέση του οδηγού προσπαθεί με διάφορες ερωτήσεις να καταλάβει αν είμαι τρελός φυσιολάτρης ή κάτι άλλο.
<<Έχουμε δει πολλά εδώ πάνω, αλλά όχι κάτι τέτοιο. Σίγουρα δεν ψάχνεις τίποτα θησαυρούς; >>  μου λέει τελικά.
<<Για μένα αυτό εδώ είναι ο θησαυρός, να είμαι στο δάσος και ειδικά αυτή τη φορά μαζί σας, σε αυτό που κάνετε>>.Του απαντώ και κάπου εκεί νομίζω σιγουρεύεται για το είδος της τρέλας μου.
Λίγο πιο πέρα είναι και ο μικρότερος της παρέας, κι αυτός Τάσος, ο βοηθός βοσκός που βρήκε για αυτή τη δουλειά ο Γιάννης λίγες μέρες πριν. Συστηνόμαστε αλλά δεν λέμε και πολλά.. ήταν η ώρα του δεκατιανού και ήξερε ότι είχε μια μεγάλη μέρα μπροστά του. Θα είχαμε την ευκαιρία να πούμε πολλά στη διάρκεια των επόμενων ημερών.
Μετά και από τις τελευταίες μεταξύ τους συνεννοήσεις επιτέλους ξεκινούσαμε. Το μονοπάτι, όπως είπα, ήταν γνώριμο και με χαρά κατάλαβα τελικά ότι όλη αυτή τη διαδρομή μέσα από το πυκνό δάσος θα την κάναμε με το κοπάδι.

Λίγο αργότερα βρίσκομαι μέσα στο δάσος μαζί με τον Τάσο και τις αγελάδες που βόσκουν σε ένα ξέφωτο. Όλα πήγαιναν καλά. Ο Γιάννης έπρεπε να κανονίσει πρώτα κάτι εκκρεμότητες, έτσι θα τον βρίσκαμε στο τέλος της σημερινής διαδρομής, κοντά στην αποψινή κατασκήνωση.

Ο Τάσος που ήταν βοσκός, αλλά κυρίως είχε ασχοληθεί με μικρότερα ζώα, όπως πρόβατα και κατσίκια, δεν είχε μεγάλη εμπειρία από αυτά τα βουνά. Μετανάστης ο ίδιος από την Αλβανία είχε εγκατασταθεί με την οικογένεια του τα τελευταία χρόνια στην περιοχή και έκανε ό, τι δουλειά μπορούσε.
<<Έχεις ξανά ανέβει εδώ πάνω; >> τον ρωτώ.
<<Όχι, ήμουν στη Νότια Ελλάδα, εκεί ξέρω κάποια βουνά >>.
Ήταν νέος, γύρω στα τριάντα πέντε, αλλά είχε ήδη δύο μεγάλα παιδιά. Θα “τρώγαμε” πολλή βροχή μαζί τις επόμενες ώρες.


Ο ήλιος ήταν ακόμη καλά κρυμμένος πίσω από τα πυκνά σύννεφα, όμως είχε αρχίσει να χαμηλώνει. Μούσκεμα και εξαντλημένοι πλέον, μοιραζόμαστε με τα σκυλιά λίγο από το κολατσιό μας. Βρισκόμασταν στους πρόποδες του οροπεδίου και λίγα μέτρα από τον χώρο κατασκήνωσης, οι αγελάδες έβοσκαν -αμέριμνες – μες την βροχή, και εγώ προσπαθούσα να βάλω άτακτες εικόνες και σκέψεις σε μια σειρά. Όλη τη μέρα έτρεχα πίσω από το κοπάδι προσπαθώντας να βγάλω μια φωτογραφία που θα έδειχνε αυτό που έβλεπα αλλά κυρίως αυτό που ένιωθα. Η βροχή και η συμπεριφορά τους δεν βοηθούσε, πέρα από αυτό όμως, αυτά τα ζώα είχαν κάτι που δεν περίμενα να συναντήσω.

Μόλις βλέπουμε και τον Γιάννη με το φορτωμένο όχημα να ανεβαίνει. Σηκώνομαι και πλησιάζω.
<<Ποιο είναι το πλάνο; >> τον ρωτώ.
<<Πάμε να στήσουμε την κατασκήνωση. Αύριο θα έρθουν να πάρουν το αμάξι και εμείς θα ανέβουμε επάνω στο λιβάδι με τα πόδια από το “μνήμα του Σπύρου” >>. μου απαντά.
Κάπου εκεί καταλαβαίνω ότι η διαδρομή είναι λίγο διαφορετική από αυτή που υπολόγιζα. Δεν με πείραζε, ίσα ίσα θα ήταν και πιο ενδιαφέρον. Απλά αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να κουβαλάω ένα σάκο πάνω από 20 κιλά μέχρι την κορυφή και να φωτογραφίζω ταυτόχρονα..όχι ότι έκανα και κάτι άλλο όλη μέρα.

Μετά από λίγο βρισκόμαστε στην τρίτη (πρώτη για εμένα) αυτοσχέδια κατασκήνωση, λίγο πριν από την τελευταία ώθηση προς την κορυφή και το “Μεγάλο Λιβάδι” . Το κοπάδι είχε απομακρυνθεί από εμάς και είχε βρει καταφύγιο μέσα στο πυκνό δάσος. Μαζί του και δύο από τα τέσσερα σκυλιά που το συνόδευαν σε όλη τη διαδρομή.
<<Αυτά δεν πρόκειται να ζυγώσουν>> μου λέει ο Γιάννης,  <<ετσι είναι μαθημένα, δεν αφήνουν το κοπάδι ποτέ, ζουν μαζί του >>, συνεχίζει.
Νομίζω ότι κάπως έτσι ήταν μαθημένος και αυτός, από μικρό παιδί δίπλα στο κοπάδι και κάτω από την έμπειρη καθοδήγηση του πατέρα του.

<<Τι σου αρέσει περισσότερο στα ζώα σου; >> τον ρωτώ.
<< Το ένστικτο τους! >> μου απαντά άμεσα και με σιγουριά. <<Μπορεί να τους δίνω μία κατεύθυνση το πρωί για βοσκή, αυτά να μένουν γύρω από την καλύβα με πεντακάθαρο ουρανό και μετά από λίγο να γίνεται ο κακός χαλασμός με βροχή και καταιγίδα.
Μοσχαράκια που γεννήθηκαν στο βουνό  βρίσκουν τον δρόμο προς τη στάνη κάτω στον κάμπο μέσα σε μια νύχτα.
Περίεργα πράγματα… εσύ πώς το εξηγείς αυτό; >> συνήθιζε να λέει στο τέλος μιας τέτοιας ιστορίας.

Δεν ήξερα αν αυτό που “έπαιρνα” εγώ από τα ζώα ήταν αυτό το ένστικτο, ίσως δεν είχα και τη μακρόχρονη βιωματική εμπειρία για κάτι τέτοιο. Όμως ένιωθα την περιέργεια στα μεγάλα μαύρα μάτια τους, ένιωθα τον φόβο τους αλλά και ταυτόχρονα τον έλεγχο των κινήσεων και προθέσεων μου. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα, κάτι που κατάλαβα σχεδόν από την πρώτη στιγμή…εμείς δεν ήμασταν αυτοί που οδηγούσαμε το κοπάδι στο βουνό.



Στο οροπέδιο

<<Τάσοοο!!! Στείλτες όλες πάνω!!!>> Φωνάζει στον βοηθό του ο Γιάννης, καθώς περιμένουμε δίπλα από το κοπάδι σε ένα ξέφωτο. Ήταν κάπου έξι το πρωί και από νωρίς έχουμε ξεστήσει και μπει στο δάσος και τους πρόποδες του οροπεδίου. Τα ζώα έχουν τους δικούς τους ρυθμούς, αλλά έπρεπε να συγχρονιστούμε.
Ακούω τα βήματα μου, κάνουν σαν να πατούν σε μαλακό χιόνι. Ο παγετός που έπεσε νωρίτερα μου θυμίζει το πόσο διαφορετικές είναι οι συνθήκες στο βουνό αρχές του Ιούνη.


Στη διάρκεια της ανάβασης, μέσα από κλαδιά, ανοίγματα και τις σκιές των δέντρων, παρατηρώ τις αγελάδες, τα μικρά μοσχαράκια, τις ηλικιωμένες και τον εντυπωσιακό ταύρο. Κάθε βήμα προς την κορυφή είναι για αυτές εύκολο· μια χαλαρή διαδικασία με συνεχείς στάσεις για γεύματα. Ενώ εμείς με τα άγχη μας, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, και με μια εμφανή σωματική προσπάθεια.

Κάποια στιγμή το προηγούμενο βράδυ ο Γιάννης μου εξηγούσε για τις δυσκολίες αυτής της διαδικασίας. Την τετραήμερη κοινή πορεία με τα ζώα στο βουνό, τα υπέρ και τα κατά της μετακινούμενης κτηνοτροφίας και τις δυσκολίες του κλάδου στις μέρες μας. Όταν μου είπε όμως ότι όλοι οι υπόλοιπα κτηνοτρόφοι μετακινούν τα ζώα τους από την άλλη μεριά του οροπεδίου  μέσω δρόμων και πολλές φορές με φορτηγά μεταφοράς ζώων, η ερώτηση μου ήρθε αβίαστα.
<<Και εσύ γιατί δεν κάνεις το ίδιο; >>
<<Μακάρι να μπορούσα! >> μου απαντά.
<< Και τι σε εμποδίζει; >>
Η απάντηση που μου έδωσε μετά νομίζω ότι εμπεριείχε και την ουσία όλης αυτής της αποστολής.
<< Οταν ο πατέρας μου ξεκίνησε αυτή τη δουλειά, δεν υπήρχαν δρόμοι για το “Ουλού Γιαλά”. Τότε ξεκινούσαν με τα άλογα και τα μουλάρια και συνόδευαν τα ζώα μέσα από τα μονοπάτια σε βουνό και δάσος για να τα ανεβάσουν πάνω, πολλές φορές και μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο. Αυτά τα ζώα τώρα δεν ξέρουν άλλο δρόμο, μόνο αυτόν, μέσα από τα ορεινά δάση>>.
Δεν τον αδικώ, είναι λογικό να θέλει να κάνει τη ζωή του ευκολότερη. Μπορεί για μας όλο αυτό να φαντάζει ρομαντικό και περιπετειώδες, αλλά γι αυτόν είναι ακόμη μια δυσκολία στην ήδη δύσκολη δουλειά του.


Φτάνουμε κορυφή, επιτέλους μπροστά μας απλώνεται και το μοναδικό “Ουλού Γιαλά” (Μεγάλο Λιβάδι). Ένα οροπέδιο στα 1500μ με δεκάδες μικρά και μεγάλα λιβάδια, ρυάκια, δάση από οξιά αλλά κυρίως δασική Πεύκη και μια πλούσια πανίδα που μεταξύ πολλών άλλων περιλαμβάνει αρκούδες, λύκους και ένα κοπάδι από τα εντυπωσιακά κόκκινα ελάφια.

Αφήνουμε για λίγο τα βάρη μας και στεκόμαστε στην άκρη ενός λόφου, ενώ το κοπάδι ήρεμο πια από τις συνεχείς προτροπές των δύο ποιμένων, βόσκει ατάραχο χαμηλά.
<< Αυτός είναι ο παράδεισος μου!!! >>
λέει ο Γιάννης. Τον κοιτώ και βλέπω τη χαρά στο πρόσωπο του· χαμογελώ και εγώ. Μετά από λίγο τρίβει τα χέρια του,
<<έχει λίγο κρύο στον παράδεισο, αλλά έτσι είναι στον παράδεισο, πρέπει να έχει και λίγο κρύο >>..γελάμε και οι τρεις.

Οι δυο τους κατηφορίζουν, εγώ στέκομαι για λίγο και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Κοιτώ το τοπίο.. η άγρια δύση της Ροδόπης, όπως μου αρέσει να λέω συχνά, με τα λιβάδια της και την ήπια, πεδινή γεωγραφία της δεν παύει να με συγκινεί κάθε φορά που έρχομαι εδώ. Και τώρα, επιτέλους, μαζί με τους βοσκούς και το κοπάδι νιώθω κι εγώ κομμάτι της, μακριά από τις φευγαλέες επισκέψεις, δίπλα στους ανθρώπους και τις ιστορίες τους.
Διασχίζουμε δάση, ρυάκια και τα λιβάδια το ένα μετά το άλλο, “περπατάμε στο νερό”, η υγρασία από το ψηλό χορτάρι μας έχει  βρεγμένους μέχρι τα γόνατα… όμως τώρα βλέπουμε στην άκρη του λόφου την καλύβα και τίποτα από αυτά δεν έχει σημασία.

<< Βάλε ξύλα στη φωτιά και κράτα την καλύβα ζεστή, εμείς θα πάμε να ανοίξουμε τα νερά. >> μου λέει ο Γιάννης. Όταν έρχεσαι για πρώτη φορά μετά από τον βαρύ χειμώνα γνωρίζεις πως πρέπει να γίνουν πρώτα κάποιες βασικές δουλειές. Ρίχνω ένα δύο κούτσουρα και κοιτώ έξω από την ανοιχτή πόρτα. Ο καιρός άρχισε να “μαζεύει” πάλι.. σύντομα θα ξεκινούσε και ένα μπουρίνι με χαλάζι, που κι αυτό θα με έβρισκε πάλι έξω.

Βλέποντας τον χάρτη στο κινητό ξεκινώ τη μικρή μου εξερεύνηση στην περιοχή. Μετά από μια όμορφη κυκλική πορεία, στέκομαι μπροστά σε ένα γνώριμο λιβάδι και κοιτώ μακριά προς τον δρόμο για την καλύβα. Νιώθω και ακούω το χαλάζι να πέφτει στην κουκούλα μου, βλέπω τις αγελάδες μαζεμένες κάτω από τα δέντρα και θυμάμαι τα λόγια του Γιάννη, “το ένστικτό τους”!

Η εσωτερική πυξίδα του καθενός σκέφτομαι, αποφάσεις, είτε από επιλογή είτε από εξαναγκασμό… ο καθένας βλέπει την πυξίδα/ένστικτο μέσα του και προχωρά. Κάπως έτσι πρέπει να ξεκίνησε και ο κοινός μας κύκλος· άνθρωπος και ζώα  αντάμωσαν και έδεσαν τις ζωές τους.
Τα παρατηρώ… άραγε ξέρουν τη μοίρα τους; Δεν έχουν όλα την ίδια και σίγουρα οι ζωές τους είναι πολύ μακριά από τον άρρωστο κύκλο που τους έχουμε επιβάλει στις μεγάλες βιομηχανίες.
Λίγο πιο πέρα βλέπω τη μάνα με ένα νεογέννητο μοσχαράκι· είναι ένα από τα ζώα, μια μάνα, που έσπασε τον κύκλο και άνοιξε για λίγο τον δικό της  έχοντας έρθει νωρίτερα να γεννήσει στο βουνό. Τελικά ίσως και να μην μας έχουν και τόσο ανάγκη, εάν μια μέρα βγούμε από αυτόν τον κύκλο…

Πολύ νωρίς το πρωί και ξυπνάω απότομα από τις μακρόσυρτες, κάπως μελωδικές, φωνές του Γιάννη. Μου έρχεται στο μυαλό το στοίχημα που βάλαμε εχθές το βράδυ. Το πρωί μου είχε πει ότι θα φώναζε για καλημέρα τις αγελάδες και ότι αυτές, λέει, όλες τους, θα απαντούσαν από το λιβάδι και θα έρχονταν κοντά του. Δεν είχα λόγο να μην τον πιστέψω, όμως λόγω της παρέας και της περιέργειας έβαλα το στοίχημα και ξύπνησα για να δω. Και να που φυσικά είχε δίκιο.. όσο αυτός φώναζε τόσο περισσότερο αυτές απαντούσαν με το χαρακτηριστικό τους μουγκρητό και όσο αυτός συνέχιζε τόσο περισσότερα κουδούνια άρχισαν να ακούγονται ολο και πιο κοντά στον λόφο που ήταν η καλύβα.
Η ερμηνεία της κατάστασης βέβαια ήταν λιγότερο ευφάνταστη από ότι θα ήθελαν κάποιοι, ωστόσο όμως είχε πολύ ενδιαφέρον.

Αυτό που δεν γνωρίζουν πολλοί, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μου, είναι ότι τα ζώα, και όχι μόνο οι αγελάδες, θέλουν αν τακτά χρονικά διαστήματα αλάτι. Όσο εσύ λοιπόν δεν τους δίνεις, αυτά θα ψάχνουν από μόνα τους στη φύση τα μέταλλα και άλατα που θέλουν, όταν όμως εσύ τους τα παρέχεις, αυτά ανταποκρίνονται…απαντώντας στην “καλημέρα” και αναζητώντας αυτό που τους έταξες.

Το προηγούμενο βράδυ είχαμε καταφέρει, παρά το κρύο, να στήσουμε ένα μικρό γλέντι και έτσι να βρούμε την ευκαιρία να πούμε μερικές από τις ομορφότερες ιστορίες. Ο καθένας από τη δική  του σκοπιά και τα δικά του βιώματα. Όσο προχωρούσε η νύχτα όμως και η κουβέντα άνοιγε, αυτό που γινόταν σαφές ήταν ότι δεν μπορούσες να συμφωνείς σε όλα, για αυτό και βέβαια αυτές οι συζητήσεις είχαν και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Υπήρξε όμως ένα πράγμα στο οποίο συμφωνήσαμε όλοι, ένα πράγμα που ο καθένας από τη μεριά του έβλεπε καθαρά και αυτό ήταν η ανάγκη να προστατευτούν αυτά τα παρθένα οικοσυστήματα. 


Οι απειλές πολλές, από τις κυριότερες  όμως η κρατική απαξίωση, με υπηρεσίες που λειτουργούν με περιορισμένους πόρους και προσωπικό, ο απαρχαιωμένος σχεδιασμός διαχείρισης και ανάπτυξης, η λαθροθηρία και φυσικά τώρα τελευταία, η άναρχη, ασεβής και τις περισσότερες φορές μη νόμιμη “πράσινη ανάπτυξη” με την εγκατάσταση τον ανεμογεννητριών.
Αφού μαζεύουμε τα πράγματα και φορτώνουμε το αμάξι, ο Γιάννης προτείνει να με πάει μέχρι την άκρη του οροπεδίου και το σημείο από όπου θα κατέβαινα ξανά κάτω στα μονοπάτια που οδηγούσαν στο δασικό χωριό. Ο ίδιος έπρεπε να κατέβει κάτω για ανεφοδιασμό. Στην αρχή αρνούμαι ευγενικά.. ήθελα να χαρώ για τελευταία φορά τη διαδρομή. Τελικά όμως δέχομαι και έτσι ικανοποιώ άλλη μια φορά το φιλόξενο πνεύμα του Γιάννη που τρεις μέρες τώρα μέσα σε όλα αυτά μου έδειξε τόση καλοσύνη, βάζοντας με έστω και για λίγο στη δύσκολη αλλά και ταυτόχρονα συναρπαστική ζωή του.

Ένα μικρό άνοιγμα στην άκρη αυτής της ορεινής κοιλάδας μου επιτρέπει να δω τον δρόμο που έχω μπροστά μου μέσα από τα πυκνά δάση της ορεινής Ξάνθης ως τον προορισμό μου. Κοιτάω γύρω μου όλη αυτή την άγρια ομορφιά και με πιάνει ένα σφίξιμο στο στομάχι, <<οχι και εδώ πράσινη ανάπτυξη >> ψελλίζω στα χείλη. Είμαι αρκετά αισιόδοξος άνθρωπος και πιστεύω ότι πάντα κάτι θα γίνει την τελευταία στιγμή για να αποτρέψει το κακό και για αυτό ίσως φταίνε οι πολλές ταινίες με χάπι εντ που μας “τάισαν” όλα αυτα τα χρόνια. Όμως τώρα, μετά από όλα αυτά που ζούμε καθημερινά σε αυτή τη χώρα, το σενάριο αυτό μου φαίνεται όλο και πιο μακρινό.
Κατηφορίζω, φτάνω στο σημείο της προχθεσινής κατασκήνωσης και βλέπω μέσα στο δάσος κάπου δεκαπέντε αγελάδες και έναν ταύρο να ανηφορίζουν προς το οροπέδιο. Έχουν λίγο δρόμο ακόμα, σκέφτομαι, είναι ελεύθερα και όμως δεν σπάνε τον κύκλο.

<< Είδες πολλές αγελάδες στο βουνό μπαμπά; >> Με ρωτάει η κόρη μου, καθώς ρίχνω μια πρώτη ματιά στο φωτογραφικό υλικό.   
<<Ναι, πολλές.. Έλα να δεις! >> της απαντώ.
Μαζί της ξαναβιώνω και εγώ τον πρώτο ενθουσιασμό όταν έβλεπα το κοπάδι να χάνεται μέσα στο δάσος. <<Θα σε πάρω μια μέρα μαζί μου>> της λέω, όμως την ίδια στιγμή νιώθω ότι μπορεί και να την κοροϊδεύω.

Η μετακινούμενη κτηνοτροφία ανήκει πλέον στον αντιπροσωπευτικό κατάλογο της ” Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας ” (UNESCO) και αυτό είναι κάτι ελπιδοφόρο. Ο τρόπος ζωής αυτών των κτηνοτρόφων όμως χρειάζεται κάτι παραπάνω από μια καταχώρηση σε λίστα για να επιβιώσει. Ειδικά στην περίπτωση του Γιάννη που δυστυχώς ακόμη δεν φαίνεται να έχει συνεχιστή. 
Η ζωή του κτηνοτρόφου είναι σίγουρα πολύ δύσκολη. Το να την ζεις όμως, έστω και για λίγο, ξυπνά μέσα σου αρχαία, πρωτόγονα ένστικτα. Κι αυτό γιατί πιστεύω ότι δεν ήρθαμε εδώ ούτε αφύσικα αλλά ούτε και ασύνδετοι με το περιβάλλον και το παρελθόν μας. Μπορεί να χανόμαστε καθημερινά στη ρουτίνα της “σύγχρονης” ζωής μας, όμως ο δρόμος οσο και η πυξίδα είναι εκεί έξω, εμείς απλά πρέπει να προσανατολιστούμε· και τότε είμαι σίγουρος ότι θα βρούμε ξανά το μέτρο όσο και τον προορισμό μας.

“Ίχνη ελευθερίας” Μικρές εξορμήσεις

Ίχνη από ζώα παντού.. στο χιόνι μπορείς να δεις σχεδόν όλη την πανίδα ενός οικοσυστήματος.


Ήμουν ακόμη μια φορά στα ορεινά και άλλη μια φορά με χιόνι, μιας και αυτή η χειμερινή σεζόν  ήταν πλούσια σε χιονοπτώσεις. Είχα διαλέξει την αγαπημένη μου διαδρομή και απολάμβανα τις ιδανικές συνθήκες για πεζοπορία. Ο γνώριμος ήχος από το μποτάκι που βυθίζεται στο φρέσκο χιόνι, η ησυχία του παγωμένου τοπίου και το καθαρό λευκό ολόγυρα.
Ήθελα πολύ να κάνω αυτό το μονοπάτι με χιόνι, όχι μόνο γιατί ήξερα ότι θα ήταν μια όμορφη εμπειρία, αλλά γιατί έτσι θα το ολοκλήρωνα  βιωματικά όσο και φωτογραφικά σε όλες τις εποχές του χρόνου.

Δεν άργησα να δω τα πρώτα ίχνη.. το ζαρκάδι με τις λεπτές ντελικάτες κινήσεις, η διερευνητική αλεπού, ο ανήσυχος λαγός, τα μικρά διακριτικά τρωκτικά και ένα μεγάλο, φουριόζικο, αγριογούρουνο. Η μόνη οπτική επαφή όμως, με ένα ζαρκάδι και τη χειμερινή “στολή” του.. κοντοστάθηκε λίγο να με δει και ύστερα χάθηκε πίσω από το ρέμα.

Πεζοπορώντας και βλέποντας γύρω μου όλα αυτά τα σημάδια ζωής και με το περίσσιο θράσος που μου έδινε η ήσυχη και μοναχική παρουσία μου, άρχισα να νιώθω και εγώ για λίγο μέρος αυτού του συστήματος.. ή τουλάχιστον έτσι ήθελα να πιστεύω. Σκεφτόμουν.. δεν μπορείς να νιώσεις έτσι αν βρίσκεσαι εδώ για οποιονδήποτε άλλο λόγο, ούτε σαν ξυλοκόπος ούτε σαν εργαζόμενος στο δασαρχείο, ούτε σίγουρα σαν κυνηγός.

Μόνο ένας άνθρωπος που με αγωνία περιμένει να πάει εκεί έξω με το πρώτο χιόνι, με πάθος αναζητά τις πρώτες μέρες ανθοφορίας και που στωϊκα αναμένει το πρώτο κίτρινο φύλλο να πέσει, απλά και μόνο γιατί θέλει να είναι παρών, μόνο αυτός, ίσως, μπορεί να νιώσει αυτή τη σύνδεση και έστω για λίγο να αισθανθεί κομμάτι της φυσικής ροής γύρω του.


Βέβαια σήμερα ήταν και η 25 Μαρτίου και εγώ το γιόρταζα με τον καλύτερο τρόπο, ελεύθερος στα αδούλωτα βουνά. Η πορεία μου και αυτή σαν εκείνη που κάνει ο άνθρωπος σε τέτοιους αγώνες, με φωτεινές αλλά και σκοτεινές στιγμές.. παρόλα αυτά όμως με κοινό ζητούμενο, την ελευθερία.

Σκέφτομαι, δεν τελειώνουν όλοι οι αγώνες με τον ίδιο τρόπο, τις περισσότερες φορές μάλιστα δεν έχουν αίσιο τέλος. Αναρωτιέμαι όμως, ένας τέτοιος αγώνας θα έπρεπε να τελειώνει κάπου, να έχει γενικά, αρχή και τέλος;
Ο δρόμος προς την ελευθερία είναι ίσως ένα αέναο μονοπάτι με νέες προκλήσεις σε κάθε στροφή.

Εγώ πάλι έφθανα στο τέλος της δικιάς μου διαδρομής για σήμερα και ήταν μια διαδρομή γεμάτη με εικόνες και αισθήσεις. Άφησα λοιπόν με τη σειρά μου τα ίχνη στο χιονισμένο βουνό και πήρα το δρόμο της επιστροφής.

Φρακτό π.122

8 λεπτά(ανάγνωσης)

” << Τάσο πού πάμε ρε…Τάσο πού πάμε.. >>. Ακουγόταν περιστασιακά γύρω μου.. κάποιες φορές πίσω από έναν βράχο και άλλες μέσα από την πυκνή βλάστηση. Μετά από λίγο όμως η φωνή που αρχικά  έμοιαζε να ρωτά, τώρα, όλο και περισσότερο, γινόταν μια φωνή αγωνίας πάρα απορίας. “

Σούρουπο και το τελευταίο φως της ημέρας χάνεται πίσω από τα ψηλά βουνά.. μετά σιγή.
Το σκοτάδι, αδηφάγο ον, καταπίνει μέσα του δάσος, ζώα, εμάς και όλο αυτό τον τεράστιο βραχώδη ορεινό όγκο που με την άγρια ομορφιά του κάνει τόσο ξεχωριστό το παρθένο δάσος του Φρακτού.

Μόνο το νερό που βράζει στο γκαζάκι και το καπάκι που χοροπηδά ρυθμικά πάνω από το μπρίκι σπάει τη μονοτονία της απάνεμης σιγής. Εμείς πολυ κουρασμένοι και κρυωμένοι για να πούμε το οτιδήποτε, κοιτάμε στο κενό ενώ ετοιμαζόμαστε μηχανικά για ένα ζεστό γεύμα. Ήταν από τις λίγες στιγμές που καταφέραμε να μείνουμε σιωπηλοί με τον Σίμο.
<<Τι έχεις κάνει εκεί>>; του λέω και γελάω, ενώ μια τεράστια μάζα ζυμαρικών ξεχειλίζει στο πιάτο του.
<<Η πρόχειρη μπολονεζ θα σε χορτάσει >>; συνεχίζω πειράζοντάς τον.
<<Είμαι κουρασμένος και όταν είμαι κουρασμένος πεινάω πολύ>>.Μου απαντά.
Δεν τον αδικώ· είχαμε κάνει αρκετά χιλιόμετρα σήμερα, συμπεριλαμβανομένης και της διαδρομής με το αυτοκίνητο από Αλεξανδρούπολη.. νιώθαμε εξαντλημένοι.

Ο Σίμος μαζί με τη γυναίκα του Άννα, ξέρουν καλά τι πάει να πει πεζοπορία, αλλά και τι πάει να πει να μην σταματά κανείς να πορεύεται, στη ζωή όσο και στο μονοπάτι. Μετά από μια πολύ σοβαρή περιπέτεια με την υγεία του Σίμου, το ζευγάρι (ιδρυτικά μέλη και οι δύο της ομάδας Art Traces https://www.arttraces.org/index.php/el/) αποφάσισαν αλλά και ολοκλήρωσαν – μεταξύ άλλων – μια από τις απαιτητικότερες αλλά και αρχαιότερες πεζοπορικές διαδρομές στον κόσμο, το εντυπωσιακό Ελ Καμίνο ντε Σαντιάγκο(Camino De Santiago). Μια προσκυνηματική, και όχι μόνο, διαδρομή σχεδόν 900 χιλιομέτρων, που διασχίζει ολόκληρη την Β. Ισπανία σε ό, τι τερέν και συνθήκες μπορείς να φανταστείς.

Οι ριπές αέρα από τον βοριά σιγά σιγά κόβουν αλλά το κρύο εξακολουθεί να τρυπώνει. Κοιτώ με τον φακό κεφαλής προς τα δέντρα· ήταν μια όμορφη μέρα σκέφτομαι… ωραία πορεία, καλή παρέα, ιδανικές συνθήκες για πεζοπορία. Είχαμε περάσει σχεδόν από όλα τα μέρη και μονοπάτια που θα ήταν καλό να δει κάποιος που έρχεται πρώτη φορά εδώ.. τοποθεσία Σάρρες, καταρράκτες,ερείπια, βραχόκηπος..κι όμως είχα την αίσθηση ότι τα αξιοθέατα δεν ήταν το ζητούμενο αυτής της μικρής αποστολής.

Ξημέρωμα.. Και εμείς από πολύ νωρίς βρισκόμαστε στον βραχόκηπο και ετοιμάζουμε πρωινό καφέ. Καθόμαστε για λίγο να απολαύσουμε τη θέα· πρωινή υγρασία στο δάσος και ζεστή κούπα στο χέρι, μυρωδιές από τη νωπή βλάστηση γύρω και τα πρώτα καλέσματα των πτηνών.. χαλαρώνουμε και ξυπνάμε μαζί με το δάσος.

Η θέα δεν ήταν ο μόνος λόγος που ήμασταν εκεί· λίγο πιο πέρα ξεκινούσε ο δρόμος και το μετέπειτα μονοπάτι που θα μας οδηγούσε στο δεύτερο και δυσκολότερο κομμάτι της αποστολής, την ανάβαση μας στα όρια του Φρακτού και της επικράτειας αλλά και την ολοκλήρωση μιας σχεδόν κυκλικής διαδρομής από τη θέση μας στην κορυφή Δελήμποσκα και το δασικό χωριό, με μια κατασκήνωση ανάγκης στη βουλγαρική πλευρά.
Τα πρώτα 5 χιλιόμετρα από το δασικό δρόμο βγαίνουν εύκολα πάρα το βάρος. Ξέρουμε τι μας περιμένει.. σε λίγο θα ερχόταν μια σχεδόν κάθετη ανάβαση από τα 1200μ στα 1708μ.   

        Ήταν σε όλα μέσα, στη δύσκολη ανάβαση με το μεγάλο βάρος, την πιθανότητα κατασκήνωσης μέσα στο άγριο δάσος και στη διαχείριση του όποιου άγχους μπορεί να είχε ή όχι από τα εμφανή σημάδια της άγριας ζωής γύρω μας (κόπρανα και ίχνη αρκούδας, αγριόγιδου, αγριογούρουνου και λύκου), .. ο Σίμος με είχε εντυπωσιάσει θετικά!

Ίχνος αρκούδας

Η καρδιά χτυπά δυνατά, τα πόδια καίνε, όμως η πρώτη θέαση πυραμίδας αφήνει μια γλυκιά αίσθηση και ένα χαμόγελο· μόλις έχουμε κάνει την κάθετη ανάβαση και βρισκόμαστε στη συνοριογραμμή.

122π.

Μετά από τα πρώτα χαμόγελα όμως γρήγορα έρχεται η απογοήτευση. Ο δασικός δρόμος στη μεριά της Βουλγαρίας, στον οποίο βασιζόμουν να μας βγάλει τα πρώτα δύσκολα χιλιόμετρα μέχρι το λιβάδι που υπολόγιζα να κατασκηνώσουμε, είναι κλειστός· το δάσος έχει μπει για τα καλά μέσα. Και σαν να μην έφτανε αυτό η συνοριογραμμή που σε άλλα σημεία της Ροδόπης είναι “λεωφόρος”, εδώ, στην καλύτερη περίπτωση, είναι μονοπάτι, με μεγάλους όγκους βράχου  να σε αναγκάζουν σχεδόν σε αναρρίχηση. Φτάνουμε στην πυραμίδα 122 και συνεχίζουμε προς 123.. το τοπίο άγριο αλλά ταυτόχρονα μαγικό. Περπατάμε, σκαρφαλώνουμε και τρυπώνουμε μέσα από κλαδιά και πεσμένους κορμούς. Η φωνή πίσω μου όλο και πιο ανήσυχη με βάζει σε σκέψεις.

Είχα χαθεί εδώ και μισή ώρα  στον στόχο να βρω το επόμενο πέρασμα, τον δρόμο για την επόμενη πυραμίδα, που δεν έβλεπα το ήδη αναπόφευκτο.
Βρίσκουμε μια βραχώδη κορυφή με θέα και ο Σίμος προτείνει διάλειμμα. Αφήνω τον σάκο και κοιτώ δεξιά και αριστερά όλο αγωνία..
<<τι κάνουμε Τάσο, πού πάμε>>; μου λέει ακόμα μια φορά και εγώ τον ακούω πλέον καθαρά.
<<Δεν ξέρω, τα πράγματα είναι δύσκολα και η 123 (Μανόλεφ 1842μ) βρίσκεται στο απέναντι βουνό. Τι ώρα είναι>>;
<<Έχουμε κάνει 400μ τα τελευταία 40 λεπτά και έχει πάει 12:30 >>. Μου απαντά. Ο στόχος μας ήταν να φτάσουμε τουλάχιστον στην 130..

Η θέα από τα 1703μ, στο βάθος δεξιά το Φαλακρό Όρος, ενώ αριστερά το Παγγαίο. Κάπου στη μέση το δασικό χωριό.

Είμαι από φύσης πολύ αισιόδοξος άνθρωπος, αλλά τώρα, υπό αυτές τις συνθήκες, αν αφήσεις μια τέτοια ποιότητα του χαρακτήρα σου να πάρει τις αποφάσεις, θα ήταν το λιγότερο αφελές και επικίνδυνο.
Με βαριά καρδιά παίρνουμε την απόφαση να γυρίσουμε πίσω. Η μικρή διάρκεια της ημέρας, ο ανύπαρκτος δρόμος, το βάρος και οι καιρικές συνθήκες συνηγορούν κατηγορηματικά σε αυτή την απόφαση.                                    Προσπαθώ να χωνέψω την αποτυχία μου να δω τις δυσκολίες που μπορεί να προέκυπταν σε αυτή την αποστολή. Αν όμως έμαθα κάτι από την ενασχόληση μου με το βουνό και τα δάση όλα αυτά τα χρόνια είναι ότι.. Το βουνό θέλει σεβασμό και ότι ο σωστός ορειβάτης/πεζοπόρος δεν κρίνεται από τις επιτυχίες του αλλά από τις δύσκολες αποφάσεις που καλείται να πάρει σε κρίσιμες στιγμές. Ακόμα και εάν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αφήσει τον στόχο.

Πέτρες, κλαδιά και υγρασία, η μπότα γλιστρά μέσα στα χόρτα και τα γόνατα υποφέρουν, σώμα και πνεύμα σε κάθοδο. Πρόλαβα να σημειώσω κάτι παρατημένους παράδρομους υλοτόμων όσο ανεβαίναμε και τώρα με τον χάρτη μπορούμε και ξεκλεβουμε απόσταση και χρόνο μέσα από ένα ρέμα μέχρι το δασικό δρόμο.
Όμως πάρα τη γρήγορη κατάβαση θα ήταν δύσκολο να φτάσουμε εγκαίρως στο δασικό χωριό πριν το βράδυ.
<<Πάρε τον Σάκη >>! Μου λέει κάπως κοφτά ο Σίμος.
<<Λες.. εε; θα τον πάρουμε στο Πανόραμα >>. Του απαντώ και σε χαλαρή πορεία τώρα, συνεχίζουμε το κουβεντολοϊ..

Ο Σάκης, μαζί με τον πιο πρόσφατο “ένοικο” του δασικού χωριού Αντώνη, ήταν από τα πρώτα άτομα που συναντήσαμε όταν ήρθαμε. Και σαν καλός οικοδεσπότης μας είχε προτείνει να αλλάξουμε κινητά για μια ώρα ανάγκης. Και να που η ανάγκη είχε προκύψει.

Στον δρόμο για το Πανόραμα, αλλά ακόμα περισσότερο στον δρόμο μετά για τη θέση “Πικ-Νικ” συναντήσαμε αρκετούς, πάντα ενδιαφέροντες , επισκέπτες από διάφορα μέρη, σε ένα συνδυασμό αυτοκινήτου και πεζοπορίας..
<<Έλα Σάκη, θα σε περιμένουμε στη θέση Πικ-Νικ, έρχεσαι; >>
<<Κλείνω το κριθαρότο και έρχομαι στα γρήγορα>>! Μας απαντά.

Μετά από μια γρήγορη κούρσα πάνω στην καρότσα από το αγροτικό του, ήμασταν ήδη τακτοποιημένοι σε δυάρι με σόμπα και είχαμε και ένα ζεστό κριθαρότο να μας περιμένει…και γι’αυτό τον ευχαριστούμε πολύ!!

Ο νους ταξιδεύει στο ζεστό τσάι δίπλα στην ξυλόσομπα με την γλυκιά κάπνα, στον χώρο του εστιατορίου και στην τελευταία χαλαρωτική πεζοπορία μας προς το Στενόρεμα.

Μια σιλουέτα καλπάζει μπροστά μου και σταματά τις σκέψεις.
<<Ωππ το είδες το Αγριόγιδο>>;!
<<Δες το πώς κατέβηκε μέσα στην πλαγιά >>!
Ήταν οι τελευταίες μας στιγμές στο εθνικό πάρκο του Φρακτού Ροδόπης καθώς κατηφορίζουμε οδικώς προς τα Θερμιά. Αποθεραπεία και χαλάρωση με ένα ζεστό μπάνιο στα ιαματικά λουτρά αυτής της μοναχικής “Φαβέλας”.

“Φαβέλα”

Στις περισσότερες εξορμήσεις μου στη φύση συμβαίνει κάτι, κάτι που συνειδητά ή ασυνείδητα νομίζω συμβαίνει σε όλους…μια σύνδεση! Μια σύνδεση με το έξω, που βίαια αλλά και αληθινά γίνεται από την πρώτη στιγμή που θα έρθουμε σε αυτό τον κόσμο.
Αυτή τη φορά όμως συνέβη και κάτι άλλο.. Η βαθιά σχέση του Σίμου με την πνευματικότητα, η αναζήτησή του για ένα νέο εναλλακτικό τρόπο ζωής, μέσα από την καθημερινή προσπάθεια να δούμε τον εαυτό μας αληθινά και καθαρά, είχε βάλει εξ αρχής αυτή μας την πορεία σε άλλη τροχιά.

Στέκομαι με την κάμερα στο χέρι· μπροστά μου η μισόκλειστή πόρτα μιας πρόχειρης καλύβας φτιαγμένης από λαμαρίνα και ξύλο. Αναρωτιέμαι..   Η ανθρώπινη επαφή στις μέρες μας γίνεται όλο και πιο δύσκολη, στο βουνό και το δάσος όμως, δύο παλιοί γνώριμοι, βρήκαν χώρο και χρόνο και έμαθαν ξανά να ακούν άνθρωπο και φύση..

<< Το νερό καίει.. >>
<< Κάτσε να σε βγάλω μια φωτογραφία >>.

Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην ομάδα Geopsis Maps & Guides

Και κάποιο έξτρα υλικό από μια όμορφη και μοναδική εμπειρία στην καρδιά του δάσους (βίντεο).

Βαλκανικό αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra subsp. balcanica)

Ροδόπη η μεγάλη περιπέτεια.

Στη Ροδόπη μπορείς να ζήσεις την περιπέτεια που πάντα έψαχνες. Μέσα στην άγρια και ακατέργαστη φύση της βρίσκεις την ξεχασμένη ομορφιά του τόπου και του ανθρώπου.

Πρώτες πρωινές ώρες στο βουνό και πέφτουμε σε “κυκλοφοριακό…” ένα μεγάλο κοπάδι αγελάδων μπλοκάρει το δρόμο.
<<Πού τα πάει τόσα ζώα ρε φίλε από εδώ; >>
<<Θα τα ανεβάζει επάνω στο λιβάδι για το καλοκαίρι>>.
<<Έτσι φαίνεται>>.

Μετά από λίγο βρισκόμαστε μπροστά στην πόρτα της περίφραξης, στο Δασικό χωριό του Ερύμανθου. Δύο άλογα βόσκουν ανέμελα και ένα σκυλί τα ” παρενοχλεί” . Η πόρτα από το σπιτάκι “διοίκησης” ανοίγει και βγαίνει ο Θανάσης. Ο άνθρωπος που στα μάτια τα δικά μου, αλλά και  πολλών άλλων, είναι το δασικό χωριό και ό, τι αυτό περιέχει. Από τη φιλοξενία στο χώρο, τους διάσημους αγώνες Rout, τη συντήρηση και σήμανση των μονοπατιών, αλλά και ένας φίλος που ξέρει καλά τα μέρη και μπορείς να βασιστείς σε μια ώρα ανάγκης.
Την τελευταία φορά που τα λέγαμε τα σχέδια για αυτή την πορεία ήταν διαφορετικά αλλά ένεκεν του COVID-19 τα πράγματα είχαν αλλάξει. Όμως ήμασταν εδώ και δεν παραπονιόμουν.

Geopsis Maps & Guides

<<Θανάση>>, του λέω, <<θα κάνουμε μια κυκλική διαδρομή ξεκινώντας από Δασικό προς Γυφτόκαστρο, στροφή δυτικά πιάνοντας πυραμίδες, κατέβασμα στο μεγάλο λιβάδι και από εκεί Μαύρη Πέτρα και πάλι πίσω εδώ>>.

<<Πολύ ωραία διαδρομή>>,μου απαντά, <<πότε να σας περιμένω; >> <<Για Κυριακή μεσημεράκι το κόβω>>… ήταν Παρασκευή πρωί και αυτό ακουγόταν πολύ ωραίο!
Αφού τα είπαμε για λίγο, μας συμβούλεψε να παρκάρουμε αλλού, για να αποφύγουμε πιθανές ζημιές από το πέρασμα των αγελάδων. Χαιρετηθήκαμε και δώσαμε ραντεβού για κυριακάτικο καφεδάκι.

Μία ήπια και όμορφη διαδρομή ξεκινά ανάμεσα σε δασική Πεύκη και οξιές. Μαζί της ξεκινούν και οι προσδοκίες για ένα φανταστικό τριήμερο. Θα μπορούσα να σας πω ότι έχω αρκετή εμπειρία από αυτά τα δάση, όμως τόσο σε αυτή όσο και στις διαδρομές που θα ακολουθούσαν θα έβρισκα τον εαυτό μου πολλές φορές προ εκπλήξεως.


Επίπεδο, χωρίς ιδιαίτερες κλίσεις, αυτό το μέρος μου δίνει την εντύπωση ότι από στιγμή σε στιγμή θα δω κάποιο άγριο ζώο να με κοίτα βουκολικά.


Ο καιρός πάει να αλλάξει και όσο ανεβαίνουμε υψόμετρο, τα σύννεφα μπαίνουν και βγαίνουν συνεχώς με ταχύτητα στο δάσος παίζοντας έτσι με την οπτική και τις αισθήσεις μας.

Κάπου εκεί και πριν ξεκινήσουμε το μονοπάτι για τις κορυφές Διχάλα και Γυφτόκαστρο, συναντάμε και έναν υπάλληλο από τη δασική υπηρεσία Ξάνθης. Στεκόταν δίπλα στα τζιπάκια ενώ ο συνάδελφός του – πιο κάτω- μάρκαρε δέντρα προς κοπή μαζί με κάτι ξυλοκόπους.
<<Καλημέρα!>>
<<Καλημέρα τα παιδιά>>.. απαντά χαμογελώντας.
<<Πως και από εδώ;>> ρωτά.. και εμείς μοιραζόμαστε μαζί του τα πλάνα μας. Θα περίμενες ότι από έναν άνθρωπο που ζει το μεγαλύτερο μέρος του εργασιακού του βίου στα βουνά και τα δάση να έχει μια μεγαλύτερη εξοικείωση με τέτοια ακούσματα, όμως μας κοιτά ξαφνιασμένος. Δεν αργώ να καταλάβω γιατί… Αρχίζει να μας λέει για τα άγρια ζώα που κυκλοφορούν στην περιοχή και για την παραλίγο μοιραία συνάντηση του συναδέλφου του με μια αρκούδα. Η ιστορία γνωστή και με πολλές παραλλαγές, όμως ο λόγος που μπορεί να επιτεθεί ένα τόσο ντροπαλό ζώο πάντα ο ίδιος..μητρότητα σε απειλή.

Ανεβαίνουμε όλο και ψηλότερα.. το κλίμα και το τοπίο αλλάζει..ακόμα και εδώ όμως, στα 1700 με 1800 μέτρα η Ροδόπη είναι ένα μωσαϊκό χλωρίδας. Η μοναδική της βιοποικιλότητα ακόμα και στα ορεινά την κάνει ένα πολύτιμο θησαυρό για επισκέπτες και επιστήμονες.

Χανόμαστε, μέσα σε σύννεφα, μέσα στο πράσινο και το κίτρινο.. Χανόμαστε για αρκετή ώρα, δεν βιαζόμαστε όμως,  αυτές είναι πολύτιμες στιγμές. Ζεις, έστω και για λίγο, στο όνειρο ότι ο κόσμος μας είναι ακόμα έτσι, καθαρός και ανέγγιχτος…μακριά από τη μολυσμένη παρουσία μας.

Τοποθεσία Μαλιά

Σύντομα αφήνουμε τις ανεμοδαρμενες πλαγιές πέριξ του Γυφτόκαστρου και “πιάνουμε” πυραμίδες. Από εδώ η πορεία θα είναι λιγότερο επίπονη, αλλά με τον αέρα να λυσσομανά τα πράγματα δεν δείχνουν καλά για το βράδυ που έρχεται. Συνεχίζουμε βορειοδυτικά επάνω στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα, προς το τέλος της πρώτης μέρας, αλλά και για το πρώτο camp στα 1660μ.

Ο αέρας δεν μας αφήνει ούτε λεπτό. Με τις σποραδικές δυνατές ριπές ίσα που ζεσταίνουμε λίγο νερό για φαγητό ή ρόφημα. Το κρύο δεν είναι πολύ, αλλά η αίσθηση είναι σαν κάτω από 10 βαθμούς και ας είναι αρχές Ιούνη. Η νύχτα έχει φεγγάρι και προσφέρεται για φωτογραφία, αλλά εμείς εξαντλημένοι πλέον, δεν αργούμε να το λήξουμε.

Είχαμε στήσει καλά τη σκηνή και το πρωϊνό μας βρίσκει ζεστούς και ξεκούραστους. Ο αέρας έχει κόψει και ο παροδικά συννεφιασμένος καιρός είναι ό, τι πρέπει για πεζοπορία. Έτσι βάζουμε κάτω τον χάρτη να δούμε λίγο καλύτερα τις επιλογές μας για την κάθοδο στο μεγάλο λιβάδι. Ένα μεγάλο κομμάτι της διαδρομής γινόταν από τη βουλγαρική πλευρά (όπως και η χθεσινή κατασκήνωση στο “εξωτερικό” ) και αυτό γιατί υπάρχουν δασικοί δρόμοι που κάνουν την πορεία ευκολότερη.

Geopsis Maps & Guides
Ένα ζαρκάδι, απ’ τα πολλά που είδαμε, τρέχει τρομαγμένο προς το δάσος.

Αν και έχουμε καλές σχέσεις με τους εδώ γείτονες, καλό θα ήταν να μην προκαλείς και την τύχη σου. Έτσι κάπου εκεί στη διαδρομή ανάμεσα στην πυραμίδα 77 με 78 βρίσκουμε ένα παλιό παρατημένο δασικό δρόμο και το κόβουμε για Ελλάδα.


Το τοπίο τώρα αλλάζει.. το δάσος οξιάς και τα μικρά ή μεγάλα ανοίγματα με το ψηλό γρασίδι δίνουν τη θέση τους σε λιβάδια ανάμεσα σε λόφους δασικής Πεύκης.

<<Εωωωω!!!>> Φωνάζω δυνατά και ο αντίλαλος χάνεται ανάμεσα στους δασομένους λόφους. Γελάμε σαν τα παιδιά που ανακαλύπτουν ένα νέο παιχνίδι. Μόνο που την ίδια στιγμή από το βάθος ακούγεται μια φωνή.. <<Εωωωω!!! >>… Κοιταζόμαστε με απορία..
<< Βρήκαμε άνθρωπο;! >>
Μετά από λίγο βλέπουμε να ανηφορίζουν δύο φιγούρες. 
<<Καλώς τα παιδιά>>, λέει ο ένας από τους δύο. <<Είστε αυτοί με το γκρί τογιότα παρκαρισμένο στο Δασικό χωριό;>>
<<Ναι! >>, απαντά ο Γιάννης ξαφνιασμενος. <<Κι εσύ είσαι ο Γιάννης;>>, τον ρωτά για να τον ξαφνιάσει με τη σειρά του.
<<Ναι, γνωριζόμαστε..; >>
Μια πολύ ευχάριστη έκπληξη για όλους μας, όταν μετά από τις σχετικές διευκρινίσεις θυμηθήκαμε μια παλιά ιστορία γνωριμίας.
Ήταν πριν περίπου 4 χρόνια όταν ο Γιάννης μάς είχε μαζέψει με το αγροτικό του ( τρείς τότε) από το δρόμο, όχι πολύ μακριά από το σημείο που μας είχε βρει τώρα, για να μας πάει εν μέσω μιας καταιγίδας λίγο πιο κοντά στις σκηνές μας.


Μας προσκαλεί για καφέ στην καλύβα του και φυσικά δεχόμαστε. Ο Γιάννης ήταν βοσκός τρίτης γενιάς και αυτός που είχαμε πετύχει εχθές στο  δρόμο, καθώς ανέβαζε τα ζώα του. Λέμε τα νέα μας αλλά και τα τρέχοντα της επικαιρότητας, που τελικά σε ακολουθεί  παντού. Τον ευχαριστούμε για τη θερμή του φιλοξενία και παίρνουμε τον δρόμο προς το μεγάλο λιβάδι και το camp 2.

Μια βατή διαδρομή με τοπία μοναδικά που μόνο αυτό το οροπέδιο μπορεί να προσφέρει μας δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε κάθε βήμα. Κάθε φορά που είμαι σε αυτό το μέρος το μυαλό μου ταξιδεύει στην “άγρια δύση” των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων, όταν ενθουσιασμένος έβλεπα τις ταινίες με τους διάφορους ήρωες τυχοδιώκτες να τρέχουν προς το άγνωστο με μόνη πυξίδα την ελπίδα της καλύτερης ζωής.

Ήταν ακόμη νωρίς το απόγευμα και εμείς είχαμε ήδη στήσει σκηνή απέναντι από ένα λόφο. Με ένα ρυάκι να μας χωρίζει, καθόμαστε για ώρες και ρεμβάζουμε τα δέντρα που με το ελαφρό αεράκι χορεύουν ρυθμικά.


Ένας βασικός λόγος για να διαλέξεις την τοποθεσία της κατασκήνωσης είναι και η παρουσία πόσιμου νερού ή νερού γενικώς (ειδικά σε μια πολυήμερη πεζοπορία). Γι’αυτό και το αποψινό, αλλά και το χθεσινό camp είχαν κοντά τους και μια ποτίστρα. Αυτό βέβαια στο μεγάλο λιβάδι σημαίνει ότι εκεί κοντά θα υπάρχει και μια καλύβα βοσκού. Σε αυτή που βρισκόταν κοντά μας τα πράγματα ήταν ήσυχα.. ο βοσκός φαινόταν ή οτι τα είχε παρατήσει ή απλώς δεν είχε ανέβει ακόμα. Όμως μιας και συνηθίζεται στα μέρη αυτά, πολλές φορές πεζοπόροι αλλά και κυνηγοί χρησιμοποιούν τις καλύβες αυτές σαν καταφύγιο για μια ώρα ανάγκης. Έτσι και αυτή δεν άργησε να βρει ενοίκους. Μια εύθυμη παρέα  φίλων βρήκε την ευκαιρία να τρυπώσει εκεί για το τριήμερο.
Έχει βραδιάσει για τα καλά αλλά η νύχτα είναι σχετικά ζεστή. Προσπαθώ να κάνω μερικές νυχτερινές λήψεις, ενώ λίγο πιο πέρα ο Γιάννης κάνει το ίδιο κι από ό, τι φαίνεται με μεγαλύτερη επιτυχία. Τέτοιες στιγμές και μετά από μια τόσο πλούσια σε εμπειρίες ημέρα το μυαλό ταξιδεύει. Στη Ροδόπη μπορείς να ζήσεις την περιπέτεια που πάντα έψαχνες. Μέσα στην άγρια και ακατέργαστη φύση της βρίσκεις την ξεχασμένη ομορφιά του τόπου και του ανθρώπου.

Ξημερώνει.. αίσθηση θαλπωρής μέσα στον υπνόσακο, το δάσος δίπλα ξυπνά και το νερό τρέχει στο ρυάκι..σκέφτομαι ότι δεν είμαι έτοιμος να φύγω για την πόλη ακόμα και αλλάζω πλευρό.

Η μέρα είναι μουντή και η τελευταία πρόγνωση που είχα για σήμερα προέβλεπε βροχή και καταιγίδες. Φροντίζουμε να φάμε ένα γρήγορο πρωινό και να μαζέψουμε τη σκηνή πριν μας πιάσει η βροχή. Καλημερίζουμε τους γείτονες και ξεκινάμε για τη Μαύρη Πέτρα.
Το μονοπάτι είναι μπροστά μας, γνωστό για την τεχνική δυσκολία και την ελλιπή σήμανση του. Σήμερα γίνεται ακόμη δυσκολότερο με τη βροχή που ξεκινά και το μεγάλο βάρος στις πλάτες μας. Αρχίζουμε δυναμικά την κατάβαση που ξεκινά από τα 1580μ και φτάνει κάτω στα 1200μ υψόμετρο, μέσα σε 1000 μέτρα περίπου, αρκετά απότομο για όποιον γνωρίζει.
Τα σύννεφα πυκνώνουν και η βροχή όλο και δυναμώνει.
<<Γιάννη πίσω!!!>>, του φωνάζω εν μέσω δυνατής, πλέον, βροχής.
<<Τι έγινε;>>
<<Το έχασα πάλι, από εδώ δεν πάει. Μισό να δω τον χάρτη>>.
<<Είμαστε κοντά στο ίχνος του GPS>>.
<<Το βλέπω και εγώ, αλλά από εδώ δεν βγαίνει. Πάμε κάτω, αυτό είναι το μόνο σίγουρο>>, αλλάζουμε πορεία ξανά.
Κάθε βήμα είναι επίπονο για τα γόνατα, που σε αυτές τις συνθήκες καταπονούνται πολύ. Όμως συνεχίζοντας προσεκτικά την πορεία μας ο καιρός μας κάνει τη χάρη και κόβει για λίγο, ενώ στην προσπάθειά μας να ανασυγκροτηθούμε ανοίγει κι άλλο. Κάπου εκεί βλέπουμε και μια πλαστική κορδέλα σήμανσης και επιβεβαιώνουμε τη σωστή πορεία μας. Θα ήταν πολύ απογοητευτικό με τόσο απότομες κλίσεις να πρέπει να ξανά ανέβουμε για να βρούμε το σωστό δρόμο. Αναρωτιέμαι, υπάρχει κάποιο άνοιγμα εδώ κοντά; θα ήταν ωραίο να δούμε τη θέα, που τόση ώρα κρύβεται ανάμεσα στα κλαδιά και τους κορμούς. Ο Γιάννης κατεβαίνει πιο κάτω και εγώ του κάνω νόημα ότι θα ρίξω μια ματιά εδώ γύρω. Χώνομαι ανάμεσα σε κάτι αγριοτριανταφυλλιές και τραβερσάρω λίγο ακόμα. <<Ναι, ναι, αυτό είναι>>, μονολογώ.. Ένα ξέφωτο. Τραβάω το πόδι μου με μανία προσπαθώντας να το ξεσκαλώσω από τα αγκάθια και σχεδόν πέφτω. Τώρα το βλέμμα σηκώνεται αργά και το θέαμα με αφήνει άναυδο.. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ για να βγάλω μηχανή και τρίποδα.

Η θέα προς την κορυφή του Ερύμανθου και το Δασικό Χωριό.

Ακούω τον Γιάννη να καλεί.
<< έρχομαι!!! >>, του απαντώ εκστασιασμένος. <<Δεν θα το πιστέψεις το τι είδα εκεί πάνω..>>
<<Έλα από εδώ συνεχίζει>>, μου απαντά κάπως αγχωμένα χωρίς να δώσει μεγάλη σημασία.
Φτάνουμε στο τέλος της κατάβασης και βλέπουμε το σημείο που το μονοπάτι βγάζει στο δασικό δρόμο. Από εδώ η συνέχεια είναι πιο εύκολη.

Περνώντας το Αρκουδόρεμα πλησιάζουμε και στο μονοπάτι που θα μας οδηγήσει στον τελικό μας προορισμό. Η διαδρομή είναι πανέμορφη, όλη μέσα σε δάσος, μόνο η σήμανση για την είσοδο στα μονοπάτια μας δυσκολεύει λίγο, αλλά το θέαμα σε αποζημιώνει.

<<Δεν σηκώνομαι από το κρεβάτι για λιγότερο από δύο διανυκτερεύσεις>>. Λέω στον καλό μου φίλο και συνοδοιπόρο. <<Αλλιώς δεν αξίζει >>, σκέφτομαι. Πρέπει να φύγει η “μυρωδιά” της πόλης από πάνω σου, να πάψει το συνεχές βουητό στα αυτιά σου.

Μετά από κάποια ώρα βρισκόμαστε και στο τέλος. Στέκομαι μπροστά από τα σχεδόν θαμμένα σκαλιά που οδηγούν ψηλά στον δρόμο για το Δασικό Χωριό…
Ήταν μια από τις ομορφότερες
περιπέτειες που έχω ζήσει στο βουνό και το δάσος. Μια εμπειρία που βάθυνε τη σχέση μου με τη φύση και μου έδωσε τα εφόδια για να την μεγαλώσω ακόμη περισσότερο. Δεν είναι λίγο να μπορείς ακόμα να ζεις σαν πρωτοπόρος στα βουνά της Ροδόπης. .. κοιτώ επάνω και κάνω το πρώτο βήμα….

Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην ομάδα Geopsis Maps & Guides, για την δωρεάν παραχώρηση των χαρτών.

Η διαδρομή αυτή στηρίχθηκε από αυτή του Αντώνη Συναπίδη και της παρέας του.